Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

The Poet...

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν κόσμο που καθόλου δεν έμοιαζε με τον δικό μας ζούσε ένας ποιητής. Είχε μεγάλο ταλέντο σε αυτό που έκανε και έδειχνε αφοσίωση και σεβασμό στην τέχνη του.
Ο κόσμος, τον σέβονταν για αυτό.
Ο ποιητής, είχε επίσης μεγάλη φυσική ομορφιά. Για την ομορφιά του αυτή, οι γυναίκες τον ποθούσαν και οι άντρες ενδόμυχα τον ζήλευαν. Εκείνος όμως, ποτέ δεν εμφανίστηκε στο σπίτι του με κάποια γυναίκα. Τότε είπαν πως ήταν ομοφυλόφιλος αλλά και αυτό, γρήγορα ξεφούσκωσε.
Ο ποιητής, δεν είχε ποτέ του κανενός φύλου την παρέα.
Ένα απόγευμα ο ποιητής βρίσκονταν καθισμένος στο στέκι του. Ένα μαγαζί με λίγο κόσμο που δεν κοιτούσαν όλοι πως θα τσακωθούν και θα πιουν πολύ. Κάθονταν μόνος και σκάρωνε κάτι στίχους στο μυαλό του όταν άκουσε την συζήτηση που είχαν οι άνθρωποι από το τραπέζι πίσω του.
-Μιλούν σου λέω, για ένα φυλακισμένο λουλούδι. Πέρα από τους λόφους,μακρυά.
-Γιατί κανείς να φυλακίσει ένα λουλούδι;
-Δεν ξέρω. Είπαν πως ήτανε κακό και μολυσμένο και έπρεπε να το φυλακίσουν.
Η περιέργεια του ποιητή, είχε ανάψει. Γύρισε ευγενικά το κορμί του προς το τραπέζι τους και τους χαμογέλασε. Οι άνθρωποι, γνωρίζοντας την μορφή του τον καλοδέχτηκαν αμέσως στη συζήτηση.
-Μήπως γνωρίζεται παραπάνω λεπτομέρειες για το που βρίσκεται αυτό το λουλούδι; τους ρώτησε προς το τέλος της βραδιάς.
-Πέρα από τους λόφους, λίγα χιλιόμετρα μέσα στο δάσος υπάρχει ένα σημείο σαν πλατιά κοιλάδα. Εκεί, πάνω σε έναν μικρό λόφο βρίσκεται εκείνο. του απάντησαν.
Λίγο αργότερα, ο ποιητής πλήρωσε για τα χρέη όλης της παρέας και έφυγε.
Δύο μέρες μετά, αντιλήφθηκαν όλοι πως ο ποιητής έλειπε. Μπήκαν μέσα στο σπίτι του με τον φόβο του θανάτου και δεν βρήκαν το σώμα του πουθενά. Κατάλαβαν όμως πως έλειπαν και πράγματα από το σπίτι του και υπέθεσαν πως τους είχε αφήσει. Για πολύ καιρό συζητούσε ο κόσμος το που ήταν και το γιατί είχε φύγει έτσι ξαφνικά. Γρήγορα όμως, το θέμα ξεχάστηκε και ξεχάστηκε και ο ίδιος ο ποιητής.
Εκείνος, είχε φύγει κρυφά τη νύχτα. Φόρτωσε σε μία άμαξα όλα τα σημαντικά του υπάρχοντα και ξεκίνησε. Βιβλία και ρούχα κι άλλα βιβλία! Του πήρε πολύ καιρό μέχρι να βρει το φυλακισμένο λουλούδι αλλά τελικά, το βρήκε.
Βρίσκονταν πράγματι σε μία πεδιάδα και στην άκρη της υπήρχε ένα πολύ μικρό λοφάκι. Εκεί βρίσκονταν το λουλούδι. Πιο όμορφο από κάθε άλλο λουλούδι, έστεκε μονάχο του στο λόφο περιτρυγιρισμένο από ψηλά συρματοπλέγματα.
Ο ποιητής το αγάπησε από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε.
Έφερε χτίστες και μάστορες από όλη την πολιτεία και τους είπε να του χτίσουν ένα σπίτι με τεράστια παράθυρα για να μπορεί να το κοιτάει με τις ώρες. Όσο καιρό δούλευαν εκείνος έμενε μέσα σε μία τεράστια σκηνή ενώ παράλληλα επικινωνούσε με τους καλύτερους βοτανολόγους και τους καλύτερους γεωπόνους.
Ήθελε να διασφαλίσει τη ζωή στο λουλούδι του, όπως το σκέφτονταν πλέον. Και αυτό θα γίνονταν μόνο αν έφερνε το κατάλληλο είδος μελισσών για απικονίαση.
Και ο καιρός πέρασε και ήρθε ο χειμώνας και ο ποιητής έμενε πλέον μέσα στο σπίτι του. Κάθονταν έτσι που να μπορεί να βλέπει το κόκκινο λουλούδι του και έγραφε ποιήματα για χάρη του.
Γύρω τους είχε χτίσει τον ωραιότερο κήπο,γεμάτο υπέροχα φυτά και ζώα που ζούσαν αρμονικά επηρεασμένα από την μαγεία που έδινε στον τόπο το λουλούδι.
Εκείνος είχε για συντροφιά πέντε σκυλιά ενώ όλα τα άλλα ζώα ζούσαν ελεύθερα.
Μόνο το λουλούδι του υπέφερε μόνο του στην απομόνωση. Εκείνος όμως πήγαινε κάθε μέρα και του μιλούσε με τις ώρες.
Και όταν πια έφτασε και η άνοιξη, ένα πρωινό που ο ποιητής δεν θα ξεχνούσε ποτέ πρόσεξε πως πέρα από το λουλούδι του, είχε φυτρώσει άλλο ένα λουλούδι πανομοιότυπο με το δικό του. Και ο ποιητής έκλαψε από ευτυχία και το χώμα ράντισε από τα δάκρυα του. Μέρα με τη μέρα, γνώριζε και ένα ακόμη μέρος της υπέροχης αυτής ύπαρξης που είχε πλέον καταλάβει, πως είχε σφοδρά ερωτευτεί.
Τα λουλούδια πλήθαιναν και μεγάλωναν και όλος ο λόφος είχε γεμίσει από το υπέροχο, κόκκινο χρώμα τους.
Ώσπου μια μέρα, ένα λουλούδι, φύτρωσε έξω από τα σύρματα. Ο ποιητής τότε κατάλαβε πως το λουλούδι του θα μπορούσε ίσως να σπάσει την φυλακή του μόνο του και να έρθει κοντά του. Έτσι έμενε ακόμη πιο συχνά πάνω από τα γραπτά του και έγραφε για τον έρωτα του.
Ένα βράδυ όμως, καθώς η σελήνη φώτιζε τον λόφο μαγευτικά ο ποιητής άκουσε για πρώτη φορά, το ουρλιαχτό των λύκων. Στην αρχή δεν ανησύχησε. Γνώριζε καλά πως οι λύκοι τραγουδούν στο φεγγάρι.
Ήταν άλλωστε τα παιδιά της νύχτας.
Τα σκυλιά του όμως ήταν ανήσυχα. Και πολύ σύντομα, ο ποιητής κατάλαβε το γιατί. Η αγέλη των λύκων ήταν πιο κοντά από όσο είχε φανταστεί και ζύγωνε απειλητικά το λουλούδι του. Τα ζώα ούρλιαζαν και έδειχναν τα δόντια τους στα σύρματα καθώς ο κύκλος έκλεινε όλο και πιο πολύ γύρω τους.
Τρομαγμένος εκείνος, άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού του και διέταξε τα σκυλιά του, που τόσο αγαπούσε να σκοτώσουν τους λύκους για να μην πειράξουν εκείνη.
Και τα ζώα, που ήταν πολύ πιστά στο αφεντικό τους, όρμησαν στη νύχτα. Πως όμως μπορούν να σταθούν μερικά σκυλιά απέναντι σε μια αγέλη λύκων?
Το αίμα έβαψε το λόφο. Πιτσίλισε τα συρματοπλέγματα και λέρωσε την τελειότητα του λουλουδιού.
Ο ποιητής τότε βγήκε από το σπίτι, με δάκρυα να μουλιάζουν το πρόσωπο του για να δει, πως οι λύκοι είχαν φύγει αφήνοντας πίσω τα κουφάρια των δικών του,αγαπημένων ζώων.
Και ενώ γονάτιζε δίπλα τους συντετριμμένος, έγινε το θαύμα.
Τα λουλούδια άρχιζαν ένα ένα,να εξαφανίζονται μέσα σε ένα χρυσό, θαμπό φως. Συγκεντρώνονταν όλα τους,στο μεσαίο και πρώτο λουλούδι γεμίζοντας τον χώρο με το μαγικό τους φως.
Εκείνος σηκώθηκε πάνω και έκθαμβος έμεινε να κοιτάζει τη μορφή που γεννιόνταν σιγά σιγά μπροστά του.
Διότι, μια μορφή βρίσκονταν πράγματι στο κέντρο του λόφου γεμάτη από φως. Και όταν το φως χάθηκε την είδε.
Μια γυναίκα, με κατάλευκο δέρμα, ντυμένη με ένα κόκκινο πορφυρό φουστάνι και κατάμαυρα σαν τη νύχτα μαλλιά. Ένιωσε τη καρδιά του να πλημμυρίζει χαρά. Χαρά και φόβο για το τι θα μπορούσε εκείνη να πάθει αν ακουμπούσε το συρματόπλεγμα. Εκείνη όμως, χαμογέλασε καθησυχαστικά και άρχισε να προχωράει προς το μέρος του.
Ήθελε να την σταματήσει όμως οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα του.
Έφτασε το συρματόπλεγμα και με ένα άγγιγμα από τα ακροδάχτυλα της εκείνο διαλύθηκε σαν να έλιωνε. Πέρασε άφοβα την νοητή πλέον γραμμή που τους χώριζε και τον πλησίασε. Το χαμόγελο δεν άφηνε τα χείλη της.
-Σε περίμενα, της ψιθύρισε, και σ'αγαπούσα τόσο πολύ. Και τώρα είσαι εδώ.
Εκείνη χωρίς να μιλήσει, άγγιξε το πρόσωπο του και ο ποιητής αναρίγησε.
-Ποια είσαι; την ρώτησε μαγεμένος, χαμένος στα μάτια της.
-Ο Θάνατος. του απάντησε με τη βραχνή φωνή της και τον φίλησε.
Η γυναίκα, άφησε το άψυχο σώμα του να πέσει στο πλάι μετά από το πρώτο και τελευταίο τους φιλί. Δεν έμεινε στιγμή παραπάνω, αδιαφορώντας για όλα εκείνα που με τόση αγάπη και υπομονή είχε φτιάξει για εκείνη.

2 σχόλια: