Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Λευκό κελί

Τρέφω μια βαθιά και ακατανίκητη αποστροφή για τα 
πολύ τακτοποιημένα σπίτια,τα
 πολύ φροντισμένα σπίτια, τα
πολύ καθαρά και ευθυγραμμισμένα σπίτια.
Εκείνα τα σπίτια που η νοικοκυρά έχει αφιερώσει άπειρο από τον χρόνο της 
για να δείχνουν όλα τα δωμάτια καθαρά, όμορφα, γυαλιστερά.
Τα αποστειρωμένα αυτά σπίτια, που με κάνουν με μίσος να κοιτώ τις αρβύλες μου
για να τσεκάρω, το πόσο καθαρές ή όχι είναι με βγάζουν εκτός εαυτού.
Τα σπίτια με τα πεντακάθαρα χαλιά, τις αφράτες κουρτίνες, τα γυαλικά, τα ασημικά.
Χωρίς ζωή, χωρίς γέλια, χωρίς κανένα σημάδι καλοπέρασης, ευτυχίας, ανθρώπινης ύπαρξης.

Τρέφω ένα ανεξάντλητο μίσος για τα νοσοκομεία.
Τους λευκούς τοίχους,τους κρέμ, τους παστέλ γαλάζιους.
Την ανάμικτη μυρωδιά ιωδίου, γάζας, αρρώστιας και φαρμάκων.
Πέφτει βαριά επάνω μου η αποστείρωση τους.
Με τρομάζει με έναν τρόπο διαφορετικό από εκείνον που με τρόμαζε το σκοτάδι παιδί!
Παγώνει τη καρδιά μου και γαργαλάει ενοχλητικά,
το κάτω μέρος της σπονδυλικής μου στήλης.

Με τρομάζουν και οι άνθρωποι στα λευκά. Οι γιατροί, οι νοσηλευτές, οι νεκροί που δεν παντρεύτηκαν, ο Πάπας, ο τρόφιμος του τρελοκομείου, οι νύφες. Με τρομοκρατούν οι αποστειρωμένοι άνθρωποι, οι ήσυχοι, οι λιγομίλητοι που κοιτούν πάντα πίσω από την πλάτη τους,
βλέποντας παντού
και πουθενά,
καταστροφολογίες και εχθρούς.

Η τάξη,η ασφάλεια και η ησυχία, όλα με τρομάζουν.
Κλονίζουν την λογική μου σκέψη,
φέρνουν αρρυθμίες στην καρδιά μου,
λαχάνιασμα στην αναπνοή μου...

Μα εκείνο που με τρομάζει, 
πιότερο από όλα,
από τα σπίτια,
τους ανθρώπους,
τα δημόσια κτήρια,
τις στολές,
είναι μια λευκή σελίδα.

Στην θέα μιας λευκής σελίδας, νιώθω να πνίγομαι όπως κανένα νερό δεν θα με πνίξει ποτέ μου.
Νιώθω πως η σελίδα χαραμίζεται όσο παραμένει λευκή.
Κενή.
Χωρίς κανένας να εμφυσήσει ζωή σε αυτήν.
Με πιάνει μια τρέλα,μια μανία,
ένα... κάτι  τέλος πάντων,
να γράψω,να γεμίσω, να σώσω.
Οι λευκές σελίδες μου λύνουν τα γόνατα,
με κάνουν να θέλω να βάλω τα κλάματα,
με πονάνε,
τα χέρια μου κάνουν σπασμωδικές κινήσεις,
βιάζομαι να βρω ένα στυλό, ένα μολύβι,
Θεέ μου
κάτι
οτιδήποτε
όλα 
μου
κάνουν!
Και έπειτα μια ιδέα.
Ναι! 
Αυτό χρειάζομαι.
Μια ιδέα. 
Για μια λέξη, έναν άνθρωπο, ένα γεγονός,ένα μέρος, μια κατάσταση.
Κάτι για το οποίο μπορώ να μιλήσω,
κάτι για το οποίο μπορώ να γράψω, 
να βρω λέξεις,
πολλές λέξεις να γεμίσω την σελίδα.
Τη σελίδα που με κοιτάει επίμονα, απαιτεί σιωπηλά από εμένα να κάνω το καθήκον μου,
κι ας είναι μέτριο, ανούσιο, χωρίς τέλος αρχή ή μέση.

Γνωρίζω το βασανιστήριο με το όνομα
''Λευκό κελί''.
Ένα από τα πολλά βασανιστήρια, που εφήβρε ο άνθρωπος για να βασανίσει έναν άλλον άνθρωπο.
Το ''Λευκό κελί'' είναι αυτό ακριβώς που λέει το όνομα του.
Ένα κελί, κατάλευκο, πάντα με φως, όπου μέσα του, τοποθετούν τον εκάστοτε φυλακισμένο,
και σε πλήρη απομόνωση τον αφήνουν να δουλέψει με την τρέλα του.
Γιατί σε ένα λευκό κελί, χωρίς κανένα ερέθισμα,
μέσα σε αυτό το όργανο του βασανιστηρίου που όσοι μπαίνουν,
βγαίνουν τρελοί,
στα χαμένα,
χωρίς πλέον,
να κατανοούν την αλήθεια από το ψέμα,
την πραγματικότητα από το όνειρο
Οι επιλογές,
Λιγοστεύουν

Το ''Λευκό Κελί'' για 'μένα μόλις πήρε το όνομα
''Λευκή Σελίδα''


Υ.Γ. Μόλις σας έδωσα τον απόλυτο τρόπο βασανισμού μου! Δεν γαμιέστε; Μέχρι και εκεί, θα σας έχω προλάβει.