Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Κίτρινα στίγματα σε Κόκκινο φόντο

Τα δύο εγώ μου, λυγίζουν κάτω από το βάρος της ύπαρξης.
Το ένα, βαμμένο κόκκινο αλυχτά κάτω απ' τον ήλιο όσο και κάτω από το φεγγάρι. Βέβαια εσύ, δεν ήξερες ποτέ από αυτά, αλλά δεν γαμιέται; Δεν είμαστε κι όλοι ίδιοι.
Αυτό το εγώ, δεν αντέχει καν, στη ιδέα των αλυσίδων,της αιχμαλωσίας,της υποδούλωσης. Τι να λέμε τώρα... Σφυρηλατήθηκε κάτω από ιδανικά, άλλων εποχών, εποχών που τα ιδανικά άξιζαν κάτι παραπάνω από ένα status στα media,κάτι παραπάνω από μια φωτογραφία σε ένα τοίχο. Τότε τα ιδανικά, γραφόντουσαν στους πραγματικούς τοίχους και όταν τα ασβέστωναν, φυτρώναν άλλα, νέα ιδανικά πάνω στο λευκό.
Αλλά τι σου λέω τώρα, ε;

Εμείς μεγαλώσαμε και σφυρηλατηθήκαμε σε σαθρές εποχές. Της τεχνολογίας, του χρήματος, της δημοσιότητας,της ματαιοδοξίας. Αλλά, ει! τι φταίμε εμείς; Έτσι μας μεγάλωσαν οι δασκάλοι μας, οι παπάδες, οι γονείς μας, η τηλεόραση.

Ποια επανάσταση;
Ποιες πεποιθήσεις;
Ποια ιδανικά;
Ποια ελευθερία;

Άγνωστες λέξεις, θα σβηστούν σε λίγο και από τα λεξικά και θα γίνουμε βιβλίο του Όργουελ. Άστο...Τι να σου λέω...

Το άλλο μου εγώ,βαμμένο κίτρινο -μη ρωτήσεις καν γιατί,παρά είναι μεγάλη ιστορία- το καταλαβαίνεις καλύτερα γιατί είναι εκείνο το υποδουλωμένο, βολεμένο, ματαιόδοξο εγώ. Που σκιάζεται στην ελευθερία, φοβάται τις αλλαγές, τρέμει στην ιδέα πως μια μέρα θα το ρωτήσουν κάτι και δεν θα ξέρει τι να απαντήσει.
Αυτό μου το εγώ, έμαθε ότι η παπαγαλία σου φέρνει βαθμούς και η διαφορετική άποψη, φέρνει αποβολές και τηλεφωνήματα στο σπίτι.
Αυτό το εγώ μου, πρέπει να είναι όμορφο, θεμιτό, έξυπνο ως εκεί που το παίρνει πάντα, να μην λέει πολλά, να σκύβει το κεφάλι στο αφεντικό...

Λυγίζουν σου λέω τα εγώ μου κάτω από το βάρος της ύπαρξης. Προσπαθούν να συνυπάρξουν και ταυτόχρονα βρίσκονται σε μια συνεχείς κόντρα. Σαν τα καρτούν... Διαβολάκι στα αριστερά, αγγελάκι στα δεξιά και όποιος πρόλαβε, πρόλαβε!

Για πες μου εσύ λοιπόν, μεγάλε επαναστάτη, που σκατά, πήγανε οι ιδέες και τα ιδανικά σου; Πόσο βαθιά τα έθαψες στη γη μη τυχόν και βγουν προς τα έξω; Τη σημαία την έχεις ακόμη; Εκείνο το πόστερ πάνω απ' το κρεβάτι σου;Πετάχτηκε ή καταχωνιάστηκε κάπου για να μπορείς αύριο να λες στα παιδιά σου, πως είχες κάποτε και εσύ ιδανικά αλλά να μωρέ, μετά μεγάλωσες, οι πρωτεραιώτητες σου άλλαξαν, παντρεύτηκες, πήρες αμάξι, σταμάτησες και να βγαίνεις...

Άστα να πάνε στο καλό όλα καλύτερα. Να μην έχεις να θυμάσαι πως μια φορά, υπήρχε και ένα άλλο εγώ που το έπνιξες στα πρέπει και στο αλκοόλ. Και σαν δικαιολογία, βρήκες να πεις μονάχα πως μεγάλωσες.

Η ηλικία όμως,  μεγάλε μου επαναστάτη, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα νούμερο.
Και νούμερα υπάρχουν πολλά εκεί έξω.
Οι πράξεις είναι που βγάζουν το αποτέλεσμα, όχι τα νούμερα. Ακριβώς σα τα μαθηματικά.
Ή και όχι σαν τα μαθηματικά... Στη τελική, εγώ 'έμαθα' αρχαία και ιστορία, τι ξέρω λοιπόν από αριθμούς;
Μονάχα πως στο μηδέν, φτάνουμε πιο εύκολα από ότι μας μάθανε.
Και πως το μηδέν, όσο και αν οι μαθηματικοί συχνά δεν το καταλογίζουν καν, ανάμεσα στους αληθινούς αριθμούς, είναι στη ζωή, το πιο συχνό νούμερο που θα συναντήσεις.

(-Ξέρεις τι χρώμα ήτανε οι κουρτίνες ε;
-Μην μου πεις κίτρινο!
-Κίτρινες ήτανε αφού!)


Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Θα ήθελα.

Από:....
Προς:...
9/10/2015


  ''Σου γράφω, όχι για να σου πω με άλλες λέξεις κι άλλες φράσεις, όσα σου έχω ξανά πει, μα για να σου εκμυστηρευτώ κάτι νέο. Νέο για'σένα δηλαδή. Για εμένα παλιό, όσο και ο ίδιος ο χρόνος.
 Θα ήθελα,να μπορώ να γαλουχήσω το χρόνο, να ταξιδέψω πίσω, όταν ακόμα ήσουν παιδί. 
 Όχι. Όχι για να δω πως έμοιαζες ή αν πράγματι τρέλαινες τους γονείς σου. 
 Να'μαι, ένα από τα παιχνίδια σου θα ήθελα. Η αγαπημένη σου διμοιρία από πράσινα στρατιωτάκια, το λούτρινο αρκουδάκι με το οποίο κοιμόσουν τα βράδια, η μπάλα που έκλαψες όταν έχασες.
 Θα'θελα, να είμαι εκείνο το παιχνίδι,που ακόμη και σήμερα, σου λείπει καμιά φορά σαν μιλάμε για τα παιδικά μας χρόνια όλοι μαζί. Να έχω ακούσει το παιδικό σου γέλιο, να έχω υπάρξει ο στρατηγός σου στη μάχη, και η σύντροφος σου στα γεύματα, να ήμουνα ένα, ανάμεσα στα πολλά παιχνίδια σου την ώρα που συλλογιζόσουν με ποιο να παίξεις σήμερα. 
 Και μην ξεχνάμε το αρκουδάκι, που το κρατούσες πλάι σου, αν και διακριτικά ακόμα κι όταν μεγάλωσες για ¨τέτοια¨. Εκείνο και εσύ μόνον γνωρίζεται, τι μυστικά του έχεις πει, ποια θέλω και δεν θέλω σου άκουσε. Ή, ίσως ούτε εσύ γνωρίζεις πλέον. Πέρασαν τόσα χρόνια, δεν θα μου φαινότανε και τόσο παράλογο.
Ξέρεις, θα μου άρεσε να είμαι και το πρόχειρο φρούριο από μαξιλάρια και έπιπλα. Ή το ποδήλατο σου. Να γνωρίσω την αίσθηση του να σε κρατάω ασφαλή και την αίσθηση του να σε ταξιδεύω.
  
Από καθαρό εγωισμό, θα ήθελα να είμαι, και εκείνο το παιχνίδι που δεν είχες ποτέ. Που ήταν πάντα, πολύ ακριβό για να γίνει δικό σου, ή που δεν ήτανε της ηλικίας σου -άσχετα που εσύ το ονειρευόσουν πως και πως-. 
  
Θα μου άρεσε πολύ, να είμαι το πρώτο βιβλίο που διάβασες. Αυτό, ίσως να μου άρεσε πιο πολύ και από όλα τα παραπάνω. Θυμάσαι ποιο βιβλίο ήτανε; Ή, το πως ένιωσες όταν το πήρες στα χέρια σου και η μυρωδιά του σε χτύπησε στα ρουθούνια; Θυμάσαι πως ένιωσες όταν έγερνες από πάνω του ρουφώντας κάθε λέξη; Εγώ δεν θυμάμαι τίποτε από αυτά αν και θεωρώ πως ξέρω ποιο βιβλίο ήτανε.
  
Βέβαια, δεν θα μπορέσω ποτέ να σπάσω το φράγμα του χρόνου κι έτσι δεν θα μάθω πως θα ήτανε να με κρατάς με προσοχή στα μικρά σου χέρια, να οργανώνουμε ιστορίες ολόκληρες μαζί, να σε κάνω να γελάς ανάλογα τη ταυτότητα που θα μου έδινες ή και να θυμώνεις. 
  
Γεννήθηκα άνθρωπος, σαν άνθρωπος λοιπόν, καλούμε καθημερινά να σε ζήσω. Αρκούμαι λοιπόν, στο να σε βλέπω να χαίρεσαι όταν σου φέρνω κάτι μικρό και ασήμαντο και παιδικό, αρκούμαι στο να σε βλέπω να διαβάζεις ένα βιβλίο αφηρημένα απέναντι μου, αρκούμαι στη θέα από το αρκουδάκι σου και το αρκουδάκι μου, δίπλα-δίπλα στη συρταριέρα, αρκούμαι στις διηγήσεις σου για τα παιδικά σου χρόνια και στις διηγήσεις που κάποιες φορές, ξεκλέβω από τους δικούς σου και τους φίλους σου και ονειρεύομαι πως όταν θα έχω τόσα λεφτά να δώσω, θα σου πάρω εκείνο το ακριβό κάστρο με τις επάλξεις, την γέφυρα, τους καταπέλτες. Ή, έστω, εκείνο το αυθεντικό φωτόσπαθο που είδαμε... 
  
Δεν ορκίζομαι πως θα στείλω αυτό το γράμμα, γράφτηκε υπό την επήρεια καφεΐνης, έντεχνης μουσικής και μοναξιάς. Από την άλλη όμως, επειδή γράφτηκε από εκείνο το άφοβο σκοτεινό εγώ μου, μπορεί και να το στείλω τελικά.
                                                                                                                 
Όπως και να'χει, με αγάπη πάντοτε,
Ε.''