Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Ο άγνωστος Χ.

 Εκείνη μπαίνει στο μαγαζί με έναν αέρα διαφορετικό από τις άλλες γυναίκες. Εκείνες είτε μπαίνουν ντροπαλές είτε με τον αέρα'' εγώ θα πάρω απόψε όλο το μαγαζί''. Εκείνη όχι. Η Έλη μπαίνει μέσα στο μαγαζί γνωρίζοντας πως ο Χ. θα είναι εκεί. Το βλέμμα της δεν ξεφεύγει στιγμή από την στράτα του. Ξέρει καλά, πως δεν χρειάζεται να τον δει για να ξέρει που βρίσκεται. Η δυνατή του αύρα ακτινοβολεί πάντοτε και μπλέκεται διαβολικά με την δική της.
 Το'χει αυτό η Έλη. Με τις αύρες τα πάει καλά. Βλέπει χρώματα και σχέδια που δεν μπορεί να δει ο καθένας. Βλέπει γιατί κάποιος που μοιάζει στον Χ. της έδειξε πριν πάρα πολύ καιρό πως να κοιτάει πραγματικά. Στρίβει λίγο το κορμί της αριστερά για να περάσει ανάμεσα από τον κόσμο και οι αύρες τους την ακουμπούν. Ή έστω, προσπαθούν γιατί εκείνη δεν το επιτρέπει.
 Φτάνει στο τραπέζι που κάθεται η παρέα της. Αφήνει το μπουφάν και την τσάντα της αφού έχει φωνάξει ένα χαρούμενο ''Γεια'' σε όλους τους. Κάθεται και ανάβει το πρώτο τσιγάρο της βραδιάς. Ο Χ. κάθεται μερικά τραπέζια πιο πέρα. Γνωρίζει και εκείνος καλά πως η Έλη έχει έρθει. Ο σερβιτόρος έρχεται, παίρνει την παραγγελία, φέρνει το ποτό, φεύγει. Η συζήτηση στο τραπέζι της Έλη είναι δυνατή γεμάτη γέλια όπως συνήθως. Εκείνη είναι αφηρημένη αλλά προσπαθεί να μην το δείχνει. Εκείνος δεν βλέπει αύρες γνωρίζει όμως καλά πως εκείνη μπορεί. Του το έχει εκμηστηρευθεί πριν πολύ καιρό. Τότε που οι συζητήσεις τους ήτανε ανώδυνες. Γελάει μαζί με τους υπόλοιπους, πίνει το ποτό της και καπνίζει, μιλάει. Κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να φαίνεται φυσιολογική.
 Η βραδιά περνάει σιγά σιγά. Η Έλη ξέρει πως εκείνος την κοιτάει συχνά. Δεν βρίσκει κουράγιο όμως να τον κοιτάξει. Ή έτσι νομίζει γιατί την επόμενη στιγμή, η σκιά του ορθώνεται από πάνω της. Και η Έλη τα χάνει.
 Εκείνος δεν την πλησιάζει πρώτος ποτέ. Η περηφάνια του δεν του το επιτρέπει. Ο Χ., δίχως να πει την παραμικρή κουβέντα την αρπάζει από το χέρι και την σηκώνει. Την τραβά προς τα εκεί όπου όλοι χορεύουν, αλλά στην πιο σκοτεινή γωνία. Δεν ντρέπεται για αυτήν. Για τον εαυτό του ντρέπεται που δείχνει αδυναμία σε κάποιον άλλο πέρα από το τεράστιο εγώ του. Χορεύουν. Η Έλη μεθυσμένη, σαν μαριονέτα αφήνεται να την κάνει εκείνος ότι θέλει. Η αύρα του, πιο δυνατή από οτιδήποτε έχει γνωρίσει ποτέ της, μπλέχτηκε με την δικιά της, με το που την πλησίασε. Για εκείνον δεν έχει βρει ακόμη τους κατάλληλους φραγμούς και έτσι αφήνεται να την παρασύρει. Εκείνος χαμογελάει, την κοιτάει στα μάτια και εκείνη ανταποδίδει. Ξέρει, πως τούτη η στιγμή μπορεί να είναι και η τελευταία που έχουν μαζί. Μπορεί ο Χ. να βρήκε το θάρρος μια φορά, αλλά δεν θα το βρει πάλι. Το εγώ του είναι μεγάλο. Η Έλη το βλέπει πάντα να καθρεφτίζεται στην αύρα του. Κάτι σαν ξένο σώμα που δεν τον αφήνει να ανασάνει κι ας το έχει φέρει ο ίδιος εκεί. Όσο την κρατάει κοντά του και λικνίζονται μαζί, το ξένο σώμα είναι θαμπό. Η Έλη του χαμογελά. Νιώθει σαν το κερί στα χέρια του Χ. Έτοιμη να δεχθεί κάθε αποτυπώματα του αφού πρώτα την λιώσει όσο χρειάζεται για να αφήσει το στίγμα του.
 Πόσα τραγούδια έχουν χορέψει εκείνη δεν γνωρίζει. Αδυνατεί να καταλάβει το οτιδήποτε γύρω της. Ούτε την μουσική δεν ακούει. Ακολουθεί μονάχα τις δικές του κινήσεις. Θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει ανοησίες μόνο και μόνο για να την ντροπιάσει.
 Η Έλη, τον κρατά κοντά της. Γιατί εκεί τον θέλει, κοντά της. Είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να σκεφτεί πέρα από τον ίδιο. Της χαμογελά, και την κολλάει επάνω στο κορμί του. Η αύρα του αλλάζει αμέσως. Γίνεται πιο φωτεινή, πιο μεγάλη. Σκύβει στο λαιμό της και της εναποθέτει ένα φιλί.
 Η Έλη, ακόμη μαριονέτα στα χέρια ενός όχι και τόσο έμπιστου μαριονοπαίχτη, γίνεται σκλάβα του. Η αύρα του φουντώνει. Μόνο έτσι μπορεί να το περιγράψει. Το χρώμα της είναι πορφυρό κόκκινο και ξαφνικά πιάνει πάρα πολύ χώρο. Ο κόσμος, ενοχλημένος από κάτι που δεν βλέπει και δεν καταλαβαίνει, εγκαταλείπει σιγά σιγά την πίστα. Ο μουσικός, βάζει ένα κομμάτι ερωτικό και αργό για το ζευγάρι που έμεινε τελευταίο. Εκείνος την σφίγγει και αρχίζει να την χορεύει. Η Έλη μεθά από το άρωμα του.
 Όλη αυτήν την ώρα, δεν έχει καταλάβει το ξένο σώμα στην αύρα του. Έχει γίνει πολύ σκούρο και μεγάλο. Σιγά σιγά μετακινείται προς την δική της αύρα. Βρίσκει διόδους και κανάλια επειδή οι αύρες τους έχουν μπλεχτεί τόσο πολύ. Ο Χ. δεν καταλαβαίνει επίσης. Ο εγωισμός του σιγά σιγά φουντώνει και εκείνος, χαρούμενος που για πρώτη φορά τόλμησε το ακατόρθωτο δεν συνηδητοποιεί τι υποβόσκει μέσα του. Συνεχίζουν τον χορό τους και ξαφνικά
η Έλη το νιώθει...
Το ξένο σώμα έχει εισβάλει στην ίδια. Η αύρα της μικραίνει όλο και πιο πολύ ενώ η δικιά του θεριεύει. Πονάει...τρομάζει...ασφυκτιά...
Προσπαθεί να τραβηχτεί μακριά του, να βρει λίγο φως στο σκοτάδι. Εκείνος την αρπάζει από τον καρπό. Κουνάει τα χείλη του αλλά η Έλη δεν μπορεί να ακούσει. Δάκρυα αυλακώνουν τα μάτια της. Το άγγιγμα του την καίει. Ο Χ. δεν καταλαβαίνει τίποτα από όλα αυτά. Την κρατάει σφιχτά από τον καρπό και της φωνάζει.
''Τι έπαθες τώρα; Που πας; Κάτσε, που πας;''
Η αύρα της χάνεται, το μαύρο ξένο σώμα την πνίγει οριστικά. Η Έλη, γλιστράει προς τα κάτω. Εκείνος σκύβει από πάνω της και την κρατά στην αγκαλιά του. Ουρλιάζει για βοήθεια. Ματώνει τα πνευμόνια του. Η Έλη όμως
παίρνει μια τελευταία ανάσα, σηκώνει το χέρι της και χαϊδεύει τα μαύρα μαλλιά. Ακουμπά τα τόσο ποθητά του χείλη και ψιθυρίζει...
''Μ'αγαπούσες. Αλλά δεν ήταν αρκετή η αγάπη σου ώστε να ξεπεράσεις το εγώ σου...''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου