Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Τοποτηρήτρια

 Ένα φαγητό κάποτε, μου θύμισε όλους μου τους πεθαμένους.
 Μια κυρία στο αστικό μια άλλη γυναίκα.
 Ένα λουλούδι, μου θύμισε μια αγκαλιά λουλούδια που δεν μου φέρανε ποτέ
 Και το κίτρινο χρώμα, μου θύμισε μια φιλία που πνίγηκε σε ένα πηγάδι.
 Ο έρωτας σε ένα βιβλίο, έναν έρωτα δικό μου.
 Μια παραλία, κύματα που με κατάπιαν σε έναν εφιάλτη.
 Και απόψε, μια κοπέλα, λίγο πολυ στην ηλικία μου, μου θύμισε κάτι που δεν ήξερα πως θυμάμαι.
 Έναν τόπο στα βάθη της Ανατολής, ένα σπίτι μικρό και ένα χωράφι στέρφο.
 Μου θύμισε καφέ ελληνικό ψημένο στη χόβολη, λουκούμια, μια γυναίκα που είναι αίμα μου, έναν άντρα που είναι αίμα μου, ένα παιδί.
 Μου θύμισε έναν αργιλέ που έκαιγε δίπλα σε έναν χαμηλό σοφρά.
 Οι φλέβες μέσα μου χόρεψαν σε ρυθμούς που το κορμί μου δεν έχει χορέψει ποτέ, μύρισα θάλασσα, μύρισα γλυκά του ταψιού και λικέρ σερβιρισμένο σε ακριβά, μικρά ποτήρια.

 Δεν είναι δικές μου αναμνήσεις τούτες μα κυλάνε στο αίμα μου όπως κυλά η τοποτηρία.
 Απόψε ενώθηκα με τις ψυχές αμέτρητων προγόνων μου με κρίκο ενωτικό ένα δοξάρι με καμπανάκια, μια φωνή, ένα τύμπανο.

 Δεν είναι δικός μου ο τόπος που θυμήθηκα αλλά εγώ είμαι δική του.
 Δικός του ήταν ο παππούς μου, δική του η γιαγιά μου, η μάνα μου, τα αδέρφια μου.
 Για αυτό θα είμαστε πάντα μισοί, πάντα ξένοι σε κάθε τόπο. 
 Γιατί δεν είμαστε στον τόπο μας...  Δεν είμαστε εδώ και πολλές γενιές.

  Κυλάει η τοποτηρία στο αίμα μου... Μα για ποιόν τόπο τελικά δεν ξέρω.
  Ξέχασα από χρόνια βλέπεις, σε ποιό χώμα θα 'πρεπε να αφήσω τις ρίζες μου να μεγαλώσουν.
 ¨Έτσι μένω σε αυτόν, και κάνω πως θυμάμαι τι είναι όλα εκείνα που αφήσαμε πίσω μας.


Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Στο είχα πει.

Δεν είμαι στο σπίτι μου. Είμαι σε ένα άλλο σπίτι καθισμένη οκλαδόν σε ένα άλλο κρεβάτι ακούγονταε μουσική και τρώγοντας κρακεράκια. Το τηλέφωνο βαράει και η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, σπασμένη και ξένη μου λέει να βιαστώ, να τρέξω να προλάβω.
Να προλάβω...τι;
Φεύγει, επιμένει η ξένη φωνή βιάσου.
Βιάσου, έλα στο νοσοκομείο, πάρε ταξί,πάρε αεροπλάνο πέτα... Η φωνή μιλάει, η φωνή παραλυρεί και εγώ κλείνω το τηλέφωνο και δεν πηγαίνω.
Να πάω να κάνω τι; Να πω τι; Μετά μου λένε οτι φώναζα στο τηλέφωνο, ότι τους τρόμαξα. Δεν γαμίεστε και εσείς και οι φόβοι σας;
Χτυπά το τηλέφωνο.
Έχουμε κηδεία μου λένε. Μάλλον κλαίω.
Η αδερφή μου θέλει να 'ρθει μαζί εγώ δηλώνω πως δεν πρόκειται να παω και ας επιμένουν όλοι.
Πάω όμως στο σπίτι σου, φοράω και μαύρη μπλούζα, στέκομαι στην εξώπορτα μαζί με τους άλλους και η μάνα σου μας κατσαδιάζει που βάλαμε μαύρα, που φέραμε λουλούδια.
Δεν είσαι εκεί, ίσως για αυτό η φάση θυμίζει πάρτυ αντί για ξενύχτισμα.
Η μαμά σου με αναγκάζει να φαω. Έχει μαγειρέψει τα πάντα, ότι βρήκε το μαγείρεψε. Κάποιος με ενημερώνει πως δεν έχει σταματήσει από το προηγούμενο βράδυ.
Τα μικρά τρέχουν τριγύρω, κυνηγάνε τον σκύλο...μια τρέλα. Πάντα μια τρέλα.
Μου λένε πάλι για την κηδεία στήνω καβγά έξω από το δωματειο σου.
Φωνάζω πάλι.
Ο θάνατος έχει πικρή γεύση, δεν θέλω να τον ξανάβάλω στο στόμα μου. Ο Ι. Θυμώνει κι άλλο.
Πίνω καφέ έξω την ώρα που κάποιος ρασοφορεμένος διαβάζει ευχές από πάνω σου και δεν με νοίαζει.
Η μάνα σου, μου έχει πει νωρίτερα ότι πέθανες γιατί ήθελες να πεθάνεις και εγώ τα βάζω μαζί σου γιατί με ποιον άλλο να τα βάλω;
Μιλάω με τον μεγάλο σου αδερφό, εκείνον που έμεινε στο πλαι σου ως το τέλος. Μου λεει πράγματα που δεν θέλω να ξέρω αλλά απο μαζοχισμό κάθομαι και τα ακούω.
Η μάνα σου δεν μας ξανακάλεσε σπίτι της, μαντεύω δεν θέλει να θυμάται.
Ο αδερφός σου έκανε μια κόρη κι εναν γιο με το όνομα σου. Ο σκύλος πέθανε κι αυτός η μικρή μεγάλωσε ο Ι.δεν σε ξεπέρασε και εγώ ακόμη θυμωμένη.
Ο θάνατος έχει πικρή γεύση δεν θέλω να τον ξαναβάλω στο στόμα μου και στο είχα πει.
Στη τελική εγώ ξέρω κάτι που δεν ξέρει κανείς τους.
Έτσι δεν είναι;

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Το τσίρκο έφτασε.




Η ζωή μοιάζει τόσο με τσίρκο.

Μοιάζει δε με εκείνο το παλιό τσίρκο που τώρα έχει απαγορευθεί. Εκείνο, με ανθρώπους φρικιά και άγρια ζώα που κρατούσε υπό έλεγχο ο θηριοδομαστής. Τέτοια τσίρκο δεν υπάρχουν πια γιατί καταπατούσαν τα δικαιώματα του ανθρώπου, τα δικαιώματα των ζώων και γιατί κάποιος, σε κάποια σημαντική δερμάτινη θέση-καρέκλα κατάλαβε, πως όσο πιο τσίρκο γίνεται ο κόσμος γύρω μας, δεν μας χρειάζεται και μια ρέπλικα της αληθινής ζωής.

Δεν με πιστεύεις; 
Εντάξει γιατί να με πιστέψεις; 
Μήπως γιατί ο θηριοδαμαστής έγινε μπάτσος; Μήπως γιατί το θηρίο έγινε άνθρωπος και το φρικιό μοντέλο; Μήπως γιατί η μπαλαρίνα χορεύει σε καμπαρέ και η κυρία με το μούσι ξυρίζεται κόντρα; Μήπως γιατί ο άνθρωπος νεκροκεφαλή έγινε mainstream, αφού τα τατουάζ είναι παντού και σε όλους; Μήπως γιατί χωρίζουμε τα σιαμαία σαν πρωτοέρχονται εδώ ή μήπως γιατί εξαφανίσαμε τα θηρία και τώρα άντε να βρεις αρκετά να επανδρώσεις τσίρκο; Μήπως γιατί, η πιο ψηλή γυναίκα και ο πιο δυνατός άντρας μπήκαν στο βιβλίο Γκίνες;

Όχι, δεν φταίνε αυτά που δεν με πιστεύεις.

Φταίει που φτάσαμε σε τόσο πολιτισμένο σημείο που δεν χωράει πια το μυαλό μας πως τούτο όλο είναι ένα τσίρκο, μια παράσταση και κάθε που κάποιος ξεχωρίζει, αντί να λέμε όπως παλιά ''Αα, αυτός είναι για το τσίρκο.'' λέμε απλά ''Αα, αυτός είναι για το τρελάδικο.'' Ο αγαπημένος μου συγγραφέας, επιμένει πως όλοι είμαστε τρελοί, χωρίς εξαιρέσεις, με μοναδική διαφορά, πως όσοι είμαστε έξω απο τα τρελάδικα το κρύβουμε λίγο καλύτερα. Σε παρακαλώ, να πάρεις μια στιγμούλα να σκεφτείς το βάθος αυτής της δήλωσης. Την αλήθεια της.
Ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από εμάς παρόλο που ξέρουμε πως η Γη γυρίζει γύρω απο τον ήλιο και κανέναν άλλο. Η παράνοια σερβίρεται σε δόσεις μέσω του κουτιού που όλοι έχουμε στα σπίτια μας, η βρωμιά και η σαπίλα του χαλασμένου ποπ-κορν ποτίζει τους καλοβαμένους τοίχους των όμορφων σπιτιών μας και οι μουσικοί παίζουν μόνη τους σε άδειο στάδιο.
Πολιτικοί ξεκινούν πολέμους, θρησκείες ανεβάζουν και κατεβάζουν πολιτικούς, οι άθεοι και οι φονταμελιστές βαδίζουν χέρι χέρι σε έναν κόσμο που τα μέσα δικτύωσης μας καλούν να μπούμε σε ομάδες και σε όσες περισσότερες κάνουμε follow, τόσο πιο μόνοι είμαστε. Αν αυτή η ζωή, δεν σου θυμίζει τσίρκο ε, δεν ξέρω τι άλλο να πω.

Στο δικό μου τσίρκο με ανεβάσανε με το ζόρι σε μια σκάλα, αφού μου φόρεσαν με το ζόρι πολυεστέρα που μύριζε πετρέλαιο, μου δώσανε ένα μαύρο ομπρελίνο και με σπρώξανε να περπατήσω το σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω. Κάθε που κοιτάω κάτω με πιάνει ίλιγγος και παραπατάω οπότε και το πλήθος (που δεν βλέπω αφού με τυφλώνουν τα φώτα)χειροκροτεί και ζητωκραυγάζει. Μετά θυμάμαι το ομπρελίνο και λίγο στρώνουν τα πράγματα. Κάνω ένα τρεμάμενο βήμα μπροστά και μετά άλλο ένα. Αν η σκάλα είναι η γέννηση, κι αν το φουστάνι από πολυεστέρα είναι τα πρέπει, κι αν το σχοινί είναι η ζωή, το ομπρελίνο μου είναι η τέχνη. Η όποια τέχνη κάνω, η τέχνη που βλέπω,ακούω,διαβάζω,γεύομαι. Η τέχνη που θαυμάζω και με κάνει να κλαίω, που με κάνει να κολλάω, που με τρομάζει. Η τέχνη στην οποία κρατιέμαι απάνω της τόσο γερά που φοβάμαι πως καμιά φορά θα τη σπάσω.
Και συνεχίζω και προχωράω στο τεντωμένο σχοινί γιατί κάποια στιγμή που θα πάει, θα φτάσω απέναντι. Εγώ μοναχή μου, αφού η τέχνη είναι το μόνο που δεν πεθαίνει.

''Στο στοιχειωμένο σπίτι της ζωής, η τέχνη, είναι η μοναδική σκάλα που δεν τρίζει.''
Τομ Ρομπινς


Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Στην ζωή του άλλου

 Είναι δύσκολη η ζωή του Γιάννη. Δεν θα μπορούσες ποτέ να περπατήσεις τον δρόμο του,να φορέσεις τα παπούτσια του, να χωρέσεις στο στενό τζιν του. Δεν θα μπορούσες ποτέ να πιεις τον καφέ του ή να φας την σπανοκόπιτα της μάνας του. Δεν θα μπορούσες ποτέ, να δεις την αγαπημένη του ταινία ή να διαβάσεις το αγαπημένο του ποίημα.
 Γιατί πολύ απλά.
 Δεν είσαι ο Γιάννης.

 Ο Γιάννης, είναι φορές που λέει θα τα παρατήσει, που ξέρει πως δεν αντέχει άλλο να περπατά τη ζωή του, να αναπνέει την κολόνια του. Είναι φορές που μισεί τις κούπες του, που θέλει να βάλει φωτιά στις κουρτίνες και να πάει με τη κοπέλα του κολλητού του. Κάποτε, έκανε μήνες να διαβάσει το αγαπημένο του ποίημα, χρόνια να τραγουδήσει μια μπαλάντα που τον κυνηγάει από όταν ήρθε στο κόσμο. Άλλοτε, θέλησε να σβήσει τα τατουάζ του και άλλοτε έβαψε τους τοίχους του σπιτιού του μαύρους.
Είναι δύσκολο σου λέω, να είσαι ο Γιάννης.

 Πέντε χρόνια τώρα, ο Γιάννης προσπαθεί να τελειώσει ένα βιβλίο κι ένα δεύτερο κι ένα τρίτο. Κάθε πρωί υπολογίζει να τα παρατήσει, κάθε βράδυ σκέφτεται το εξώφυλλο. 

 Τον έχω δει να γελάει σα παιδί με το παραμικρό. Λατρεύω το γέλιο του. Γενικά, όταν τον γνωρίζεις δεν πάει ο νους σου στη πραγματικότητα. Τους συμπαθεί όλους ή έστω είναι ευγενικός, οι άντρες τον θέλουνε στις παρέες τους και οι γυναίκες στο κρεβάτι τους. Ανήκει στο σπάνιο είδος ανθρώπου που είναι τέλειος ακροατής και σαγηνευτικός ρήτορας. Μπορεί να μιλήσει για το χθεσινό ματς αλλά και για την οικονομία της Δύσης, το χαλιφάτο του τάδε και την Γαλλική επανάσταση. Του αρέσει το σινεμά αλλά προτιμάει το θέατρο. Πίνει κυρίως μπύρες, όπως τότε που ήτανε δεκαπέντε και καπνίζει λίγο.  

 Τον έχω δει να παίρνει χάπια για να κοιμηθεί, να κλαίει όσο παιδικά γελάει, να θέλει να σπάσει πράγματα αλλά να μην το κάνει γιατί όλα τα μικρά και τα μεγάλα που κοσμούν το σπίτι του τα αγαπάει. Έχω δει τον Γιάννη να πίνει πολύ πιο δυνατά πράγματα από μπύρες και τον έχω πετύχει στα σκοτεινά να ακούει μουσική. Τον έχω πετύχει να ξεχνάει την αγάπη και να το γυρνάει στο μίσος, να πληγώνει ανθρώπους γιατί μπορεί.

 Γενικά, δύσκολη περίπτωση ο Γιάννης.
 Δύσκολη η ζωή του, και δύσκολος ο δρόμος που περπατάει.

 Ο Γιάννης είσαι εσύ κι ο Γιάννης είμαι εγώ.
 Ο Γιάννης, είναι ο εαυτός του.



''Καταραμένη εκείνη η μέρα
που άρχισα να γράφω,
όχι γιατί είναι κακό να γράφεις,
αλλά γιατί ήταν καταραμένη
εκείνη η μέρα,
που ήμουν μόνος,
κι έκλαιγα,
και γι’ αυτό
έγραφα.''

Στ Ε., έτσι για διαφορά.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Προσωρινή μνήμη

Μα πως να εξηγήσω, εγώ, τόσο μικρή μπροστά σου, το τι και το πως. Που να βρω σωστές λέξεις, φράσεις, να δημιουργήσω προτάσεις και να σου δώσω να καταλάβεις; Δεν το βλέπεις λοιπόν; Δεν ξέρω καν αν υπάρχουν τούτες οι λέξεις που ψάχνω.

Και νιώθω τόσο μικρή μπροστά στη ζωή και τον θάνατο. Τρομάζω στην ιδέα πως μια μέρα, εσύ κι εγώ και ότι αγαπήσαμε θα σβήσει σα κερί σε εκκλησία.

Λέω... Για αυτό ο κόσμος ο υπόλοιπος κάνει παιδιά. Τα χρίζει φύλακες αναμνήσεων και τα φορτώνει με την ευθύνη να θυμούνται ζωές και καταστάσεις που δεν έζησαν τα ίδια τους. Μα είμαστε εμείς, όπως όλος ο κόσμος; Σε ρωτάω! Θα κάνουμε και 'μεις παιδιά για τέτοιους λόγους λοιπόν; Θα γίνουμε σαν και τους άλλους;

Τελικά, τούτοι οι σύντομοι συλλογισμοί με κάνουν να πιστεύω πως, όσο μικρή κι αν νιώθω, όσο χαμένη κι αν αισθάνομαι στο τέλος, πάντα, ένα είναι σίγουρο. Οι λέξεις υπάρχουνε, είναι πάντοτε οι σωστές και εγώ τις βρίσκω.

Τόσο πολύ σ'αγαπάω που άστο, ας μη κάνουμε παιδιά, ας μην αφήσουμε αναμνήσεις ή ίχνη πίσω μας. Να φύγουμε μονάχα μαζί από εδώ και ας ξεχαστούμε. Ας δώσει να'μαστε άλλο ένα λιωμένο κερί στο εικονοστάσι και οι άνθρωποι να μην μιλήσουν πια τα ονόματα μας.


''Κι αν ο Θεός θελήσει,
Μετά τον θάνατο θα σ' αγαπώ ακόμα πιο πολύ''
Ελ.Μπ. 

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Somewhere deep inside us

Σκέφτομαι, άνθρωποι πεινάνε, κρυώνουνε, βιώνουν πολέμους, παλεύουν με τα κύματα μπας και βρούνε μια στεριά να τους χωράει. Κι εγώ εδώ στη βόλεψη μου.
Έρχονται και οι τύψεις. Μαλακισμένες πολύ οι τύψεις. Σε κατατρώνε από έξω προς τα μέσα. Και προσπαθώ να τις διώξω. Όχι να τις καταπιέσω, αυτό ποτέ. Την καταπίεση του εγώ μου την έχουν αναλάβει άλλοι έτσι κι αλλιώς. Απλά, να τις διώξω γιατί με γεμίζουν χολή οι τύψεις μου και θέλω να με αγαπάω.
Θυμώνω με τους ανθρώπους βλέπεις, που λένε ''Υπάρχουν και χειρότερα από τα δικά μου'' και θυμώνω και με αυτούς που λένε ''Υπάρχουν και καλύτερα από τα δικά μου''. Γενικά, θυμώνω πολύ εγώ με τους ανθρώπους.
Και καλύτερα θα βρεις και χειρότερα. Νόμος.
Αλλά να μπορείς να εκτιμάς τα δικά σου είναι μεγάλο πράγμα. Να κοιτάς το σπίτι σου και να χαμογελάς, να φουσκώνεις περηφάνια. Γιατί το έντυσες, το στόλισες, το γέμισες τούτο το σπίτι και κάθε έπιπλο έχει και την ιστορία του, κάθε γωνιά και αναμνήσεις.
''Θυμάσαι τότε που έπεσαν τα κομφετί μες τα κρασιά μας και δεν πινώντουσαν; Και δεν είχαμε άλλο κρασί και τα ψαρεύαμε από μέσα.''
''Θυμάσαι τότε που ο Άρης μας, έριξε το δέντρο και βρίσκαμε για έναν χρόνο μετά μπάλες παντού;''
''Θυμάσαι τότε, που έκαψα τα σαρμαδάκια και έκλαιγα και μετά τα βάλαμε πάλι μπρος στις 12 τη νύχτα;''
''Θυμάσαι που κοιμηθήκαμε στο πάτωμα, και την άλλη φορά που κοιμηθήκαμε όλοι μαζί στο κρεβάτι γιατί η άλλη η τρελή φοβότανε;''
''Και όταν πήραμε πίτσες που ο Σεμπάστιαν ορμούσε σα τρελός και ο άλλος απαξιούσε πλήρως;''
''Θυμάσαι τότε, που την βγάζαμε με μακαρόνια και παγώναμε;''
Θυμάμαι!
Και να σου η περηφάνια που είμαστε ακόμη στο ίδιο σπίτι κι ας τη βγάλαμε με μακαρόνια τότε. Τυφλή δεν είμαι μήτε αναίσθητη. Οι γονείς μου με μάθανε αλλιώς.
Ξέρω, πως άνθρωποι κοιμούνται έξω στο κρύο με το αδέσποτο σκυλί αγκαλιά να ζεσταίνουν ο ενας τον άλλο οι...αδέσποτοι.
Αλλά τους κόπους μας, τους καφέδες που θυσιάσαμε -ναι ρε!στα 20 είναι θυσία ο καφές!- τα σινεμά που δεν πήγαμε, τα ρούχα που δεν αγοράσαμε και τα δώρα που δεν ανταλλάξαμε, δεν μπορώ να τα μειώσω ξαφνικά. Δεν τους αξίζει.
Οι γονείς μου πάλεψαν σκληρά για να έχουμε και τα φετινά Χριστούγεννα γαλοπούλα -Αμέρικα γίναμε μάνααα- και μας τα έδωσε η τύχη καλά κι όποτε δεν μας τα έδωσε, την στείλαμε από εκεί που ήρθε και τα βγάλαμε πέρα.
Κι άλλοι δεν τα κατάφεραν. Σε άλλους η τύχη έπαιξε παιχνίδια χοντρά.
Και σε άλλους, όλα στρωμένα τα είχε. Σπίτια, δουλειές, πανεπιστήμια.
Οπότε πια βόλεψη, λέω στον εαυτό μου. Που την είδες τη βόλεψη;
Χρωστάς,πτυχίο δεν θα δεις ποτέ, σύνταξη ποτέ,ασφάλεια υγείας ποτέ,αυτοκίνητο δύσκολα σε κόβω,να παντρευτείς δεν σε αφήνει και το κράτος, άστα βράστα!
Και;
Όχι σε ρωτάω, και;
Να κάτσω να σκάσω; Τι λες μωρέ! Που θα τους κάνω και το χατίρι!
Μια φίλη λέει συνέχεια πως τα Χριστούγεννα ο κόσμος είναι βουτηγμένος στο ψέμα και στην υποκρισία. Σίγα το νέο. Τούτος ο κόσμος συνεχώς, βουτηγμένος στο ψέμα και στην υποκρισία είναι.
Μα όσο υπάρχουν και εκείνα τα έρμα τα παιδιά, που ζητάνε από τον Άγιο Βασίλη, πρώτα σπίτι για το αδέσποτο γιατί κρυώνει, μετά τα μωράκια της γάτας πίσω γιατί δεν είναι πια μαμά, κάτι να χαρεί ο μπαμπάς, τον παππού πίσω για τα Χριστούγεννα (σάμπως να ξέρει πως για παραπάνω ούτε ο Άγιος δεν μπορεί!) και στο τέλος, στο ΤΈΛΟΣ, καλοί μου άνθρωποι, ζητάει από τον Άγιο Βασίλη, να του φέρει ότι έχει κι αν έχει.
Ε,όσο υπάρχουν τέτοια παιδιά, που αύριο θα γίνουνε ανάλογοι ενήλικες, ελπίδα υπάρχει. Και για τα Χριστούγεννα και για τον κόσμο όλο.
Και ΨΙΤ! Βασιλάκη, εγώ φέτος θέλω σαν το πιτσιρικά, τον μπαμπά μου πίσω. Κι ας είναι ρε'συ μόνο για τα Χριστούγεννα. Μην μου πει κανείς τη καλοβολεμένη που είμαι ξαφνικά και χαλάσει η μόστρα!
Καλές γιορτές.
Με ελπίδα.


Υ.Γ. 1 Το γράμμα γράφτηκε από 9 χρονών παιδί.
Υ.Γ.2  Εγώ τη γαλοπούλα δεν τη γουστάρω αλλά έχε χάρη.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Μα τι θέλω;

Θέλω να αγαπάς τα ζώα όσο κι εγώ. Ή έστω, να μπορείς να ζήσεις με μια γάτα!
Θέλω να σέβεσαι τον χρόνο μου και να κατανοείς χωρίς να θυμώνεις, πως μέχρι κι εγώ, η πολυλογού, κάποιες φορές χρειάζομαι την απόλυτη ησυχία τριγύρω μου.
Θέλω να σε αγκαλιάζω χωρίς να τσατίζεσαι.
Θέλω να τρώμε μαζί, σαν οικογένεια. Και θέλω να μου το λες όταν το φαγητό είναι αλμυρό ή αν σου αρέσει η μπριζόλα σου καλοψημένη.
Θέλω να κάθομαι απέναντι σου να σε χαζεύω χωρίς να στραβώνεις και να μου το λες όταν δεν είναι ώρα για χάδια.
Θέλω να είμαστε φίλοι. Να μην φοβάσαι να μου μιλάς και να μην αγχώνεσαι αν θέλεις να μου πεις για την κοπέλα στο αστικό που σε γλυκοκοιτούσε.
Θέλω να με σκεπάζεις όταν με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ και να με ξυπνάς όταν έχει μεσημεριάσει.
Θέλω να σου αρέσει η παρέα μου, να την απολαμβάνεις.
Θέλω απλά να γελάς όταν αγοράζω κι άλλο βιβλίο κι όχι να μου λες πως είμαι σπάταλη.
Θέλω να καταλάβεις πως μπροστά στις περισσότερες γυναίκες τα γούστα μου είναι φθηνά...εκτός από τη φορά που ήθελα εκείνο το βιβλίο που έκανε εξήντα ευρώ...οκ, και εκείνη τη τριλογία που κόστισε παραπάνω από το νοίκι...'ντάξει,κατάλαβες τι θέλω να πω!
Πίσω στα δικά μας τώρα.
Θέλω, όχι απλά να μου λες μπράβο όταν γράφω κάτι -καλή ώρα- αλλά να μου βάζεις τις φωνές όταν δεν γράφω τίποτα και να με ρωτάς γιατί το έγραψα έτσι κι όχι αλλιώς, και τι ήθελα να πω σε εκείνη τη παράγραφο και στην τάδε, σελίδα. Αλλά πρόσεξε, θέλω να μου τα ρωτάς αυτά μονάχα αν πραγματικά το θέλεις κι εσύ.
Θέλω να ξέρεις πως πίνω τον καφέ μου, ποιο είναι το αγαπημένο μου κρασί,η αγαπημένη μου ταινία,το αγαπημένο μου χρώμα και φυσικά!το αγαπημένο μου βιβλίο. Έτσι, από άποψη όπως τα ξέρω και εγώ για'σένα.
Θέλω να μην γελάς όταν κλαίω με τις ταινίες, τους φανταστικούς χαρακτήρες, ένα άρθρο στο ίντερνετ και τα καρτούν.
Θέλω να μου το λες όταν γίνομαι κακιά ή σπαστικιά χωρίς λόγο και, θέλω την ειλικρίνεια σου.
Θέλω τη καλημέρα και την καληνύχτα σου.
Θέλω τα κρύα σου αστεία και όλα σου τα κολλήματα.
Θέλω τη μουντή ντουλάπα σου και θέλω να κλέβεις τις μαύρες κάλτσες μου.
Θέλω να μην μου πεις ποτέ πάνω στα νεύρα σου 'Τέλος' και να μην κοιμηθούμε ποτέ σε ξέχωρο κρεβάτι.
Αλλά θέλω να αράζεις και με τους φίλους σου όπως κάνω κι εγώ με τους δικούς μου.
Θέλω να με ρωτάς πριν μπεις στο μπάνιο μου και να μην εξαφανίζεις τις παντόφλες μου!
Τα πιο σημαντικά μου θέλω όμως είναι δύο.
Θέλω να θέλεις κι εσύ.
Θέλω να σ'αγαπάς όπως σ'αγαπάω.

Υ.Γ. Θέλω κι άλλα πολλά, αλλά τα ξέρεις ήδη. Αυτά, ήτανε μονάχα για να τα βγάλω από μέσα μου, να τα κοιτάξω στα μάτια και να δω αν μου χρειάζεται ψυχολόγος ή όχι.