Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Μέσα από ένα καλειδοσκόπιο

 Ένα μεσημέρι, ξαπλωμένοι σε ένα κρεβάτι ποτισμένο από τον ιδρώτα τους κι απ'τον ιδρώτα όλων των άλλων, εκείνος έσκυψε στο λαιμό της για να της πει τα πάντα. 

Με μάρτυρα του την σιωπή, της είπε πως, μια 'βδομάδα μαζί της, σε ένα έρημο νησί δεν θα ήταν τίποτα, μονάχα μια ανάσα ιδωμένη μέσα από πρίσματα. 
 
Τότε μείνει μια ζωή του απάντησε εκείνη,με την καρδιά της να χτυπά σε ξένους ρυθμούς.
Τι είναι μια ζωή μαζί σου; Μια εβδομάδα.... 

Τότε κατάλαβε τον φαύλο κύκλο που διένυαν. Τον είδα να αποκτά ζωή μπροστά της, να γεμίζει χρώματα και φωνές. ήξερε καλά τι ήταν αυτό που της έλεγε. Ήθελε να περάσει μια ζωή μαζί της, η βεβαιότητα των λόγων του ήταν το μόνο στέρεο αντικείμενο στο σύμπαν τους εκείνο το κάπως αποπνικτικό μεσημέρι. Μα ο άντρας φοβόταν τη ζωή που θα έκανε μαζί της, αφού γνώριζε και εκείνος καλά, πως ο χρόνος θα περνούσε γρήγορα, πως η ζωή θα μαραίνονταν από πάνω της, θα γλιστρούσε έξω από το σώμα της και εκείνος θα έμενε ανήμπορος σε μια ερημική παραλία. 

Δεν της έλεγε πως την αγαπούσε, ούτε πως ήθελε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μαζί της. Της έλεγε πως εδώ τελείωναν όλα, πως εδώ οι δρόμοι τους θα χωρίζονταν γιατί η ζωή, δεν ήταν ένα παιδικό παιχνίδι, ένας κύλινδρος που πάνω του κολλάς το πρόσωπο σου και βλέπεις, κάθε που τον γυρνάς, και ένα άλλο σχέδιο, μικρά πρίσματα μέσα σε ένα καλειδοσκόπιο που σε ζαλίζουν. Όχι, η ζωή δεν ήταν παιδικό παιχνίδι...

Δεν είχε τι άλλο να του πει. Μπορούσε πλέον μονάχα να του δείξει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, όσο εκείνος τους έστριβε από ένα τσιγάρο. 

Πήρε το κουτί από το γραφείο και μια κλωστή, άδειασε τα χρωματιστά γυαλάκια επάνω στο τραπέζι και με γυρισμένη την πλάτη, έκανε την δουλειά της.

Έπειτα κρέμασε την κλωστή μπροστά από το παράθυρο και άνοιξε τα παντζούρια, αφήνοντας το φως να διαχυθεί μες το δωμάτιο. Το φως όμως, πέρασε πρώτα μέσα από τα χρωματιστά γυαλάκια της και έδωσε στο δωμάτιο μια παραμυθένια όψη. Ξάπλωσε δίπλα του.

Σαν παιδί, ήθελα να ζω μέσα σε ένα καλειδοσκόπιο. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου, μου αγόρασε αυτά τα πολύχρωμα γυαλάκια, τους έκανε μικρές τρύπες και μου έδειξε αυτό το κόλπο. Να τα περνάω μέσα από τη κλωστή και να τα κρεμάω μπροστά στο παράθυρο. 

Άναψαν τα τσιγάρα τους και έκατσαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον.

Μια ανάσα, ψιθύρισε εκείνος.

Η γυναίκα, ήθελε να του δείξει τον κόσμο της όσο προλάβαινε. Μα η απάθεια που έδειχνε την πλήγωνε. αντί να μένει έκθαμβος με τα πράσινα, τα κόκκινα, τα μπλε, τα κίτρινα χρώματα που στροβιλίζονταν γύρω τους, που τους ταξίδευαν σε άλλους κόσμους, κοιτούσε τώρα το ρολόι του.

Και κατάλαβε πως δεν την πείραζε που θα έφευγε, πως δεν θα μπορούσαν ποτέ να ζήσουν μαζί σε μια παραλία, πως η ζωή θα έφευγε από εκείνον πρώτα και όχι από την ίδια παρά το άρρωστο σώμα της.

Οι ώρες περνούσαν, μόνη πλέον στο δωμάτιο, χωρίς το φως της ημέρας να δίνει ζωή στα γυαλάκια της, ζητούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της, τον φαύλο κύκλο στον οποίο ζούσε, να επιβραδύνει γιατί έπρεπε να βγει από εκείνον.

Κι όταν κατάλαβε πως ο φαύλος κύκλος θα συνέχιζε να γυρνά γύρω της, όλο και πιο γρήγορα κατάλαβε πως έπρεπε να πηδήξει έξω του, όχι απλά να βγει, λες κι η ζωή είναι δωμάτιο που ανοίγεις την πόρτα και φεύγεις. 

Όχι, η ζωή ήταν ένα καλειδοσκόπιο που κάποιο παιδί, σε μια άλλη ζωή, γυρνάει όλο και πιο γρήγορα θέλοντας να δει κι άλλα, κι άλλα. 

Και η γυναίκα πήδηξε. Πήδηξε έξω από τον φαύλο κύκλο, έξω από τη ζωή της, έξω από το καλειδοσκόπιο που κρατούσε το παιδικό εγώ της.