Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Τοποτηρήτρια

 Ένα φαγητό κάποτε, μου θύμισε όλους μου τους πεθαμένους.
 Μια κυρία στο αστικό μια άλλη γυναίκα.
 Ένα λουλούδι, μου θύμισε μια αγκαλιά λουλούδια που δεν μου φέρανε ποτέ
 Και το κίτρινο χρώμα, μου θύμισε μια φιλία που πνίγηκε σε ένα πηγάδι.
 Ο έρωτας σε ένα βιβλίο, έναν έρωτα δικό μου.
 Μια παραλία, κύματα που με κατάπιαν σε έναν εφιάλτη.
 Και απόψε, μια κοπέλα, λίγο πολυ στην ηλικία μου, μου θύμισε κάτι που δεν ήξερα πως θυμάμαι.
 Έναν τόπο στα βάθη της Ανατολής, ένα σπίτι μικρό και ένα χωράφι στέρφο.
 Μου θύμισε καφέ ελληνικό ψημένο στη χόβολη, λουκούμια, μια γυναίκα που είναι αίμα μου, έναν άντρα που είναι αίμα μου, ένα παιδί.
 Μου θύμισε έναν αργιλέ που έκαιγε δίπλα σε έναν χαμηλό σοφρά.
 Οι φλέβες μέσα μου χόρεψαν σε ρυθμούς που το κορμί μου δεν έχει χορέψει ποτέ, μύρισα θάλασσα, μύρισα γλυκά του ταψιού και λικέρ σερβιρισμένο σε ακριβά, μικρά ποτήρια.

 Δεν είναι δικές μου αναμνήσεις τούτες μα κυλάνε στο αίμα μου όπως κυλά η τοποτηρία.
 Απόψε ενώθηκα με τις ψυχές αμέτρητων προγόνων μου με κρίκο ενωτικό ένα δοξάρι με καμπανάκια, μια φωνή, ένα τύμπανο.

 Δεν είναι δικός μου ο τόπος που θυμήθηκα αλλά εγώ είμαι δική του.
 Δικός του ήταν ο παππούς μου, δική του η γιαγιά μου, η μάνα μου, τα αδέρφια μου.
 Για αυτό θα είμαστε πάντα μισοί, πάντα ξένοι σε κάθε τόπο. 
 Γιατί δεν είμαστε στον τόπο μας...  Δεν είμαστε εδώ και πολλές γενιές.

  Κυλάει η τοποτηρία στο αίμα μου... Μα για ποιόν τόπο τελικά δεν ξέρω.
  Ξέχασα από χρόνια βλέπεις, σε ποιό χώμα θα 'πρεπε να αφήσω τις ρίζες μου να μεγαλώσουν.
 ¨Έτσι μένω σε αυτόν, και κάνω πως θυμάμαι τι είναι όλα εκείνα που αφήσαμε πίσω μας.


Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Στο είχα πει.

Δεν είμαι στο σπίτι μου. Είμαι σε ένα άλλο σπίτι καθισμένη οκλαδόν σε ένα άλλο κρεβάτι ακούγονταε μουσική και τρώγοντας κρακεράκια. Το τηλέφωνο βαράει και η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, σπασμένη και ξένη μου λέει να βιαστώ, να τρέξω να προλάβω.
Να προλάβω...τι;
Φεύγει, επιμένει η ξένη φωνή βιάσου.
Βιάσου, έλα στο νοσοκομείο, πάρε ταξί,πάρε αεροπλάνο πέτα... Η φωνή μιλάει, η φωνή παραλυρεί και εγώ κλείνω το τηλέφωνο και δεν πηγαίνω.
Να πάω να κάνω τι; Να πω τι; Μετά μου λένε οτι φώναζα στο τηλέφωνο, ότι τους τρόμαξα. Δεν γαμίεστε και εσείς και οι φόβοι σας;
Χτυπά το τηλέφωνο.
Έχουμε κηδεία μου λένε. Μάλλον κλαίω.
Η αδερφή μου θέλει να 'ρθει μαζί εγώ δηλώνω πως δεν πρόκειται να παω και ας επιμένουν όλοι.
Πάω όμως στο σπίτι σου, φοράω και μαύρη μπλούζα, στέκομαι στην εξώπορτα μαζί με τους άλλους και η μάνα σου μας κατσαδιάζει που βάλαμε μαύρα, που φέραμε λουλούδια.
Δεν είσαι εκεί, ίσως για αυτό η φάση θυμίζει πάρτυ αντί για ξενύχτισμα.
Η μαμά σου με αναγκάζει να φαω. Έχει μαγειρέψει τα πάντα, ότι βρήκε το μαγείρεψε. Κάποιος με ενημερώνει πως δεν έχει σταματήσει από το προηγούμενο βράδυ.
Τα μικρά τρέχουν τριγύρω, κυνηγάνε τον σκύλο...μια τρέλα. Πάντα μια τρέλα.
Μου λένε πάλι για την κηδεία στήνω καβγά έξω από το δωματειο σου.
Φωνάζω πάλι.
Ο θάνατος έχει πικρή γεύση, δεν θέλω να τον ξανάβάλω στο στόμα μου. Ο Ι. Θυμώνει κι άλλο.
Πίνω καφέ έξω την ώρα που κάποιος ρασοφορεμένος διαβάζει ευχές από πάνω σου και δεν με νοίαζει.
Η μάνα σου, μου έχει πει νωρίτερα ότι πέθανες γιατί ήθελες να πεθάνεις και εγώ τα βάζω μαζί σου γιατί με ποιον άλλο να τα βάλω;
Μιλάω με τον μεγάλο σου αδερφό, εκείνον που έμεινε στο πλαι σου ως το τέλος. Μου λεει πράγματα που δεν θέλω να ξέρω αλλά απο μαζοχισμό κάθομαι και τα ακούω.
Η μάνα σου δεν μας ξανακάλεσε σπίτι της, μαντεύω δεν θέλει να θυμάται.
Ο αδερφός σου έκανε μια κόρη κι εναν γιο με το όνομα σου. Ο σκύλος πέθανε κι αυτός η μικρή μεγάλωσε ο Ι.δεν σε ξεπέρασε και εγώ ακόμη θυμωμένη.
Ο θάνατος έχει πικρή γεύση δεν θέλω να τον ξαναβάλω στο στόμα μου και στο είχα πει.
Στη τελική εγώ ξέρω κάτι που δεν ξέρει κανείς τους.
Έτσι δεν είναι;