Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Somewhere deep inside us

Σκέφτομαι, άνθρωποι πεινάνε, κρυώνουνε, βιώνουν πολέμους, παλεύουν με τα κύματα μπας και βρούνε μια στεριά να τους χωράει. Κι εγώ εδώ στη βόλεψη μου.
Έρχονται και οι τύψεις. Μαλακισμένες πολύ οι τύψεις. Σε κατατρώνε από έξω προς τα μέσα. Και προσπαθώ να τις διώξω. Όχι να τις καταπιέσω, αυτό ποτέ. Την καταπίεση του εγώ μου την έχουν αναλάβει άλλοι έτσι κι αλλιώς. Απλά, να τις διώξω γιατί με γεμίζουν χολή οι τύψεις μου και θέλω να με αγαπάω.
Θυμώνω με τους ανθρώπους βλέπεις, που λένε ''Υπάρχουν και χειρότερα από τα δικά μου'' και θυμώνω και με αυτούς που λένε ''Υπάρχουν και καλύτερα από τα δικά μου''. Γενικά, θυμώνω πολύ εγώ με τους ανθρώπους.
Και καλύτερα θα βρεις και χειρότερα. Νόμος.
Αλλά να μπορείς να εκτιμάς τα δικά σου είναι μεγάλο πράγμα. Να κοιτάς το σπίτι σου και να χαμογελάς, να φουσκώνεις περηφάνια. Γιατί το έντυσες, το στόλισες, το γέμισες τούτο το σπίτι και κάθε έπιπλο έχει και την ιστορία του, κάθε γωνιά και αναμνήσεις.
''Θυμάσαι τότε που έπεσαν τα κομφετί μες τα κρασιά μας και δεν πινώντουσαν; Και δεν είχαμε άλλο κρασί και τα ψαρεύαμε από μέσα.''
''Θυμάσαι τότε που ο Άρης μας, έριξε το δέντρο και βρίσκαμε για έναν χρόνο μετά μπάλες παντού;''
''Θυμάσαι τότε, που έκαψα τα σαρμαδάκια και έκλαιγα και μετά τα βάλαμε πάλι μπρος στις 12 τη νύχτα;''
''Θυμάσαι που κοιμηθήκαμε στο πάτωμα, και την άλλη φορά που κοιμηθήκαμε όλοι μαζί στο κρεβάτι γιατί η άλλη η τρελή φοβότανε;''
''Και όταν πήραμε πίτσες που ο Σεμπάστιαν ορμούσε σα τρελός και ο άλλος απαξιούσε πλήρως;''
''Θυμάσαι τότε, που την βγάζαμε με μακαρόνια και παγώναμε;''
Θυμάμαι!
Και να σου η περηφάνια που είμαστε ακόμη στο ίδιο σπίτι κι ας τη βγάλαμε με μακαρόνια τότε. Τυφλή δεν είμαι μήτε αναίσθητη. Οι γονείς μου με μάθανε αλλιώς.
Ξέρω, πως άνθρωποι κοιμούνται έξω στο κρύο με το αδέσποτο σκυλί αγκαλιά να ζεσταίνουν ο ενας τον άλλο οι...αδέσποτοι.
Αλλά τους κόπους μας, τους καφέδες που θυσιάσαμε -ναι ρε!στα 20 είναι θυσία ο καφές!- τα σινεμά που δεν πήγαμε, τα ρούχα που δεν αγοράσαμε και τα δώρα που δεν ανταλλάξαμε, δεν μπορώ να τα μειώσω ξαφνικά. Δεν τους αξίζει.
Οι γονείς μου πάλεψαν σκληρά για να έχουμε και τα φετινά Χριστούγεννα γαλοπούλα -Αμέρικα γίναμε μάνααα- και μας τα έδωσε η τύχη καλά κι όποτε δεν μας τα έδωσε, την στείλαμε από εκεί που ήρθε και τα βγάλαμε πέρα.
Κι άλλοι δεν τα κατάφεραν. Σε άλλους η τύχη έπαιξε παιχνίδια χοντρά.
Και σε άλλους, όλα στρωμένα τα είχε. Σπίτια, δουλειές, πανεπιστήμια.
Οπότε πια βόλεψη, λέω στον εαυτό μου. Που την είδες τη βόλεψη;
Χρωστάς,πτυχίο δεν θα δεις ποτέ, σύνταξη ποτέ,ασφάλεια υγείας ποτέ,αυτοκίνητο δύσκολα σε κόβω,να παντρευτείς δεν σε αφήνει και το κράτος, άστα βράστα!
Και;
Όχι σε ρωτάω, και;
Να κάτσω να σκάσω; Τι λες μωρέ! Που θα τους κάνω και το χατίρι!
Μια φίλη λέει συνέχεια πως τα Χριστούγεννα ο κόσμος είναι βουτηγμένος στο ψέμα και στην υποκρισία. Σίγα το νέο. Τούτος ο κόσμος συνεχώς, βουτηγμένος στο ψέμα και στην υποκρισία είναι.
Μα όσο υπάρχουν και εκείνα τα έρμα τα παιδιά, που ζητάνε από τον Άγιο Βασίλη, πρώτα σπίτι για το αδέσποτο γιατί κρυώνει, μετά τα μωράκια της γάτας πίσω γιατί δεν είναι πια μαμά, κάτι να χαρεί ο μπαμπάς, τον παππού πίσω για τα Χριστούγεννα (σάμπως να ξέρει πως για παραπάνω ούτε ο Άγιος δεν μπορεί!) και στο τέλος, στο ΤΈΛΟΣ, καλοί μου άνθρωποι, ζητάει από τον Άγιο Βασίλη, να του φέρει ότι έχει κι αν έχει.
Ε,όσο υπάρχουν τέτοια παιδιά, που αύριο θα γίνουνε ανάλογοι ενήλικες, ελπίδα υπάρχει. Και για τα Χριστούγεννα και για τον κόσμο όλο.
Και ΨΙΤ! Βασιλάκη, εγώ φέτος θέλω σαν το πιτσιρικά, τον μπαμπά μου πίσω. Κι ας είναι ρε'συ μόνο για τα Χριστούγεννα. Μην μου πει κανείς τη καλοβολεμένη που είμαι ξαφνικά και χαλάσει η μόστρα!
Καλές γιορτές.
Με ελπίδα.


Υ.Γ. 1 Το γράμμα γράφτηκε από 9 χρονών παιδί.
Υ.Γ.2  Εγώ τη γαλοπούλα δεν τη γουστάρω αλλά έχε χάρη.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Μα τι θέλω;

Θέλω να αγαπάς τα ζώα όσο κι εγώ. Ή έστω, να μπορείς να ζήσεις με μια γάτα!
Θέλω να σέβεσαι τον χρόνο μου και να κατανοείς χωρίς να θυμώνεις, πως μέχρι κι εγώ, η πολυλογού, κάποιες φορές χρειάζομαι την απόλυτη ησυχία τριγύρω μου.
Θέλω να σε αγκαλιάζω χωρίς να τσατίζεσαι.
Θέλω να τρώμε μαζί, σαν οικογένεια. Και θέλω να μου το λες όταν το φαγητό είναι αλμυρό ή αν σου αρέσει η μπριζόλα σου καλοψημένη.
Θέλω να κάθομαι απέναντι σου να σε χαζεύω χωρίς να στραβώνεις και να μου το λες όταν δεν είναι ώρα για χάδια.
Θέλω να είμαστε φίλοι. Να μην φοβάσαι να μου μιλάς και να μην αγχώνεσαι αν θέλεις να μου πεις για την κοπέλα στο αστικό που σε γλυκοκοιτούσε.
Θέλω να με σκεπάζεις όταν με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ και να με ξυπνάς όταν έχει μεσημεριάσει.
Θέλω να σου αρέσει η παρέα μου, να την απολαμβάνεις.
Θέλω απλά να γελάς όταν αγοράζω κι άλλο βιβλίο κι όχι να μου λες πως είμαι σπάταλη.
Θέλω να καταλάβεις πως μπροστά στις περισσότερες γυναίκες τα γούστα μου είναι φθηνά...εκτός από τη φορά που ήθελα εκείνο το βιβλίο που έκανε εξήντα ευρώ...οκ, και εκείνη τη τριλογία που κόστισε παραπάνω από το νοίκι...'ντάξει,κατάλαβες τι θέλω να πω!
Πίσω στα δικά μας τώρα.
Θέλω, όχι απλά να μου λες μπράβο όταν γράφω κάτι -καλή ώρα- αλλά να μου βάζεις τις φωνές όταν δεν γράφω τίποτα και να με ρωτάς γιατί το έγραψα έτσι κι όχι αλλιώς, και τι ήθελα να πω σε εκείνη τη παράγραφο και στην τάδε, σελίδα. Αλλά πρόσεξε, θέλω να μου τα ρωτάς αυτά μονάχα αν πραγματικά το θέλεις κι εσύ.
Θέλω να ξέρεις πως πίνω τον καφέ μου, ποιο είναι το αγαπημένο μου κρασί,η αγαπημένη μου ταινία,το αγαπημένο μου χρώμα και φυσικά!το αγαπημένο μου βιβλίο. Έτσι, από άποψη όπως τα ξέρω και εγώ για'σένα.
Θέλω να μην γελάς όταν κλαίω με τις ταινίες, τους φανταστικούς χαρακτήρες, ένα άρθρο στο ίντερνετ και τα καρτούν.
Θέλω να μου το λες όταν γίνομαι κακιά ή σπαστικιά χωρίς λόγο και, θέλω την ειλικρίνεια σου.
Θέλω τη καλημέρα και την καληνύχτα σου.
Θέλω τα κρύα σου αστεία και όλα σου τα κολλήματα.
Θέλω τη μουντή ντουλάπα σου και θέλω να κλέβεις τις μαύρες κάλτσες μου.
Θέλω να μην μου πεις ποτέ πάνω στα νεύρα σου 'Τέλος' και να μην κοιμηθούμε ποτέ σε ξέχωρο κρεβάτι.
Αλλά θέλω να αράζεις και με τους φίλους σου όπως κάνω κι εγώ με τους δικούς μου.
Θέλω να με ρωτάς πριν μπεις στο μπάνιο μου και να μην εξαφανίζεις τις παντόφλες μου!
Τα πιο σημαντικά μου θέλω όμως είναι δύο.
Θέλω να θέλεις κι εσύ.
Θέλω να σ'αγαπάς όπως σ'αγαπάω.

Υ.Γ. Θέλω κι άλλα πολλά, αλλά τα ξέρεις ήδη. Αυτά, ήτανε μονάχα για να τα βγάλω από μέσα μου, να τα κοιτάξω στα μάτια και να δω αν μου χρειάζεται ψυχολόγος ή όχι.


Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Γεννημένοι κάπου στα 90's

 Μια γενιά, γεννημένη πριν το Μιλένιουμ, τριγυρισμένη από σκατά, διαφθορά και θάνατο.

Γεννημένοι κάπου μέσα στο 90, μια γενιά κατατρεγμένων που κανείς δεν αναγνωρίζει.
Μεγαλωμένοι με κουμουνιστικοαναρχικές φιλοσοφίες, σε έναν καπιταλιστικό κόσμο, ακούγαμε μια ζωή για λεφτά και λεφτά δεν θα δούμε ποτέ. Ούτε αναρχοκουμουνισμό θα δούμε εδώ που τα λέμε...
Εσείς να τρώτε από τις τράπεζες εκείνες από εσάς και εμείς από κανέναν. Μεγαλωμένοι σε έναν κόσμο τόσο ψεύτικο που δεν είναι να απορεί κανείς γιατί οι σημερινοί νέοι είναι έτσι όπως είναι.
Είμαστε τα παιδιά που, εν μέρη, πρόλαβαν το παιχνίδι στους δρόμους και τις αλάνες, τις σύριγγες στα πάρκα, την παρακμή της μουσικής και της τηλεόρασης, επηζήσαμε όπως και εσείς από το Μιλένιουμ, και από : τη νόσο των τρελών αγελάδων, τη γρίπη των χοίρων, τη γρίπη των πουλερικών, το 2012, σεισμούς, καταποντισμούς, πολέμους, δίδυμους πύργους, εκλογές και ξανά εκλογές και πάει λέγοντας. 
Αλλά είμαστε και τα παιδιά που κάποιο Σάββατο πρωί έκατσαν δέκα ώρες μπροστά στον υπολογιστή, είχαν κινητό από το δημοτικό, ανταγωνίζονταν για το ποιος ντύνετε καλύτερα και το ποιος έχει τα πιο όμορφα και πολλά παιχνίδια.
Μεγαλώνοντας, καήκαμε στο διάβασμα, πήραμε πτυχία Αγγλικών, Γερμανικών, Πληροφορικής κάναμε κορμιά στα γυμναστήρια ή γίναμε παχύσαρκοι τρώγοντας μπέρκερς και πίνοντας μπύρες στα πάρκα.
Καπνίσαμε πιο πολύ από τους παππούδες μας και συνεχίζουμε ακάθεκτοι να σκοτώνουμε τους εαυτούς μας μέρα τη μέρα, τσιγάρο στο τσιγάρο, κι όλα αυτά ΣΉΜΕΡΑ, που εμ, λεφτά δεν έχουμε εμ, ξέρουμε πολύ καλά τι προκαλεί το κάπνισμα και τα χημικά που έχει μέσα το τσιγάρο!
Είμαστε η γενιά που το γύρισε πάλι στα ναρκωτικά, στο αλκοόλ και στο χωρίς προφυλάξεις σεξ. Και γνωρίζουμε! Γνωρίζουμε πολύ καλά πως αυτά δεν είναι η ουσία της ζωής, πως όλα τούτα θα μας σκοτώσουν σήμερα ή αύριο ή σε έξι χρόνια και συνεχίζουμε ακάθεκτοι κι όλοι μαζί το δρόμο της καταστροφής μας.
Φταίει που εσείς που μας κατηγορείται σήμερα μας χώσατε τα κινητά στο χέρι, μας εξαντλήσατε από παιδάκια, μας κακομάθατε, βγάλατε τα κόμπλεξ σας επάνω μας, τα χώσατε τόσο βαθιά μέσα μας που έγιναν ένα με εμάς, προέκταση του εαυτού μας.
Μας λέτε τα κλασσικά ''περπατούσα τόσα χιλιόμετρα να πάω σχολείο, δούλευα από τα δεκατέσσερα και εσύ ρεμάλι...μπλα μπλα μπλα...''. Εντάξει, δεν αμφιβάλλω για τίποτε από αυτά αλλά ειλικρινά, πρέπει να καταλάβετε πως επειδή εμείς δεν περπατήσαμε για να πάμε σχολείο δεν μας κάνει λιγότερο μάγκες από εσάς.
Γεννημένοι κάπου στο 90, βρήκαμε έναν κόσμο μισοπεθαμένο, τώρα μας βρωμάει σαπίλα όπου και να σταθούμε και καμιά αναγέννηση πουθενά.
Τόσο μπερδεμένους μας βγάλατε που παρατήσαμε κάθε πολιτική ματαιοδοξία σας, κάθε πεταμένο πιστεύω που είχατε ή έχετε, το γυρίσαμε στην οικολογία και τα δικαιώματα των ζώων μπας και σωθούμε από πουθενά.
Αρνούμαστε με πείσμα να κάνουμε παιδιά τώρα ή κάποτε στο μέλλον, παρόλα αυτά αναζητάμε με πάθος τον μεγάλο έρωτα, δυνατές συγκινήσεις και ζηλεύουμε τα χρόνια προ facebook ,όπου στέλνατε γράμματα ο ένας στον άλλο και βγαίνατε για πάστα και ελληνικό καφέ.
Και το βράδυ μπουζούκια, λουλούδια στη διπλανή με το ψεύτικο στήθος και απορείτε ακόμη γιατί τα παιδιά σας βγήκαν έτσι, στα χαμένα, να προσπαθούν να βρουν τι σημαίνει ζωή και να κατανοούν μονάχα το θάνατο.
Και μαζευόμαστε όλοι μαζί για καφέ και συζητάμε τόσο πολύ για τόσο σκοτεινά πράγματα και το επόμενο λεπτό γελάμε σπαρακτικά με το πιο απλό πράγμα του κόσμου, αρνούμενοι να μεγαλώσουμε, να ωριμάσουμε, να γίνουμε σαν τους γονείς μας.
ΌΧΙ. Δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ. Θα μείνουμε πάντα χαζοχαρούμενα, ακροβατώντας σε τούτο το τεντωμένο σχοινί, φιλοσοφώντας για το Θεό, την Πολιτική, τον Έρωτα, ένα ποίημα του Μπρέχτ και ένα του Καβάφη και θα τρώμε τα λεφτά μας εκεί που μας μάθατε να τα τρώμε, στην βιτρίνα, στην εμφάνιση, στον αργό θάνατο, στα ξενύχτια.
Δεν θα δείτε εγγόνια από εμάς κι αν δείτε θα είναι κατά λάθος ή από εκείνους τους νέους που αρνήθηκαν να δουν πραγματικά τι γίνετε γύρω τους.
Αν κάποιο πτυχίο κάποιας σχολής κοσμήσει το σαλόνι του σπιτιού σας να ξέρετε, πως είναι εκεί γιατί το παιδί σας το επέλεξε κι αν πτυχίο δεν δείτε ποτέ θα΄ναι πάλι γιατί το παιδί σας το επέλεξε. Να είστε περήφανοι όπως και να'χει γιατί είναι το παιδί σας.
Είμαστε τα παιδιά σας όσο κι αν γίναμε όλα εκείνα που φοβόσασταν, δεν μπορεί, κάπου κάποτε θα σας κάνουμε περήφανους.
Μην νομίζετε, παρά τα κατακάθια με τα οποία μας ταΐσατε, σας αγαπάμε, σας θαυμάζουμε και σας ζηλεύουμε. 
Στο κάτω κάτω, όσοι από εσάς απέτυχαν σαν γονείς μάθατε στα παιδιά σας ότι έμαθαν και εκείνοι που τα κατάφεραν σαν γονείς.
Η ζωή είναι λίγη, πολύ λίγη και τελειώνει.
Ζήσε. 

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

0x0=?

Κυνηγάω σκιές με το δίκαννο.
Σε έναν κόσμο που δεν με χωράει κρατάω πισινές γιατί δεν μπορώ να ξεπεράσω τα παλιά.
Ανάσα.
Να θυμάμαι να αναπνέω.
Φοβάμαι και το θάνατο,όχι τίποτε άλλο.
Με πετάξανε εδώ μέσα και απαιτούν τώρα να ζήσω.
Να ζήσω.
Δεν ξέρω πως.
Ξέρω μονόν πως πρέπει.
Καταλαβαίνω όσο περνούν τα χρόνια,πως η τοποτηρία κυλάει στο αίμα μου.
Στο αίμα μας.
Εσύ βέβαια δεν καταλαβαίνεις.
Ασχέτως που θεωρείς πως είσαι πιο χαμένος από 'μένα στα μονοπάτια της ζωής.
Εσύ, δεν είσαι τοποτηρητής.
Ποτέ δεν ήσουνα.
Οι σκιές στο τοίχο μεγάλωναν και 'συ
μιλούσες για επαναστάσεις χαμένες
σκουριασμένες αλυσίδες
τόπους που δεν θα πάμε ποτέ
και ένα βιβλίο του Όργουελ.
Διάβασα και Όργουελ.
Ακόμη διαβάζω ένα από τα βιβλία του σε τακτά χρονικά διαστήματα
και θυμώνω κάθε φορά και πιο πολύ
με τούτο τον φαύλο κύκλο
της γαμημένης της επανάστασης σου.
Γιατί δεν ήτανε δική μου η επανάσταση
ούτε καν δική σου
όσο το σκέφτομαι.
Της προτομής που κότσαρες στο γραφείο σου ήτανε
και μου ζητούσες να σε καταλάβω.
Εσένα να καταλάβω ή το κεφάλι από γρανίτη;
Για αυτό σου φωνάζω
κι εσύ δεν ακούς
αφού ποτέ σου δεν έμαθες την συγκεκριμένη λειτουργία
και συνεχίζω να κυνηγάω
σκιές με το δίκαννο
και ποτέ δεν τις πετυχαίνω.
Και το δίκαννο βλέπεις
σκυφτέ μου επαναστάτη της πενταροδεκάρας
και των μάρκων
δεν είναι δικό μου
κι αυτό δανεισμένο
κλεμμένο
φορτωμένο από το αίμα που κυλάει στις φλέβες μου
το'χω.
Τι να κάνω με ένα δίκαννο λοιπόν;
Και πόσες σκιές να σκοτώσω
όταν στη πραγματικότητα
κάθε φορά
που αλλάζω θέση μες το δωμάτιο
μετακινούνται μαζί μου;
Είχες δίκιο τελικά.
Πάμε να κάνουμε επανάσταση
κι άσε τους άλλους να καίγονται.
Μηδέν στο πηλίκο.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Κίτρινα στίγματα σε Κόκκινο φόντο

Τα δύο εγώ μου, λυγίζουν κάτω από το βάρος της ύπαρξης.
Το ένα, βαμμένο κόκκινο αλυχτά κάτω απ' τον ήλιο όσο και κάτω από το φεγγάρι. Βέβαια εσύ, δεν ήξερες ποτέ από αυτά, αλλά δεν γαμιέται; Δεν είμαστε κι όλοι ίδιοι.
Αυτό το εγώ, δεν αντέχει καν, στη ιδέα των αλυσίδων,της αιχμαλωσίας,της υποδούλωσης. Τι να λέμε τώρα... Σφυρηλατήθηκε κάτω από ιδανικά, άλλων εποχών, εποχών που τα ιδανικά άξιζαν κάτι παραπάνω από ένα status στα media,κάτι παραπάνω από μια φωτογραφία σε ένα τοίχο. Τότε τα ιδανικά, γραφόντουσαν στους πραγματικούς τοίχους και όταν τα ασβέστωναν, φυτρώναν άλλα, νέα ιδανικά πάνω στο λευκό.
Αλλά τι σου λέω τώρα, ε;

Εμείς μεγαλώσαμε και σφυρηλατηθήκαμε σε σαθρές εποχές. Της τεχνολογίας, του χρήματος, της δημοσιότητας,της ματαιοδοξίας. Αλλά, ει! τι φταίμε εμείς; Έτσι μας μεγάλωσαν οι δασκάλοι μας, οι παπάδες, οι γονείς μας, η τηλεόραση.

Ποια επανάσταση;
Ποιες πεποιθήσεις;
Ποια ιδανικά;
Ποια ελευθερία;

Άγνωστες λέξεις, θα σβηστούν σε λίγο και από τα λεξικά και θα γίνουμε βιβλίο του Όργουελ. Άστο...Τι να σου λέω...

Το άλλο μου εγώ,βαμμένο κίτρινο -μη ρωτήσεις καν γιατί,παρά είναι μεγάλη ιστορία- το καταλαβαίνεις καλύτερα γιατί είναι εκείνο το υποδουλωμένο, βολεμένο, ματαιόδοξο εγώ. Που σκιάζεται στην ελευθερία, φοβάται τις αλλαγές, τρέμει στην ιδέα πως μια μέρα θα το ρωτήσουν κάτι και δεν θα ξέρει τι να απαντήσει.
Αυτό μου το εγώ, έμαθε ότι η παπαγαλία σου φέρνει βαθμούς και η διαφορετική άποψη, φέρνει αποβολές και τηλεφωνήματα στο σπίτι.
Αυτό το εγώ μου, πρέπει να είναι όμορφο, θεμιτό, έξυπνο ως εκεί που το παίρνει πάντα, να μην λέει πολλά, να σκύβει το κεφάλι στο αφεντικό...

Λυγίζουν σου λέω τα εγώ μου κάτω από το βάρος της ύπαρξης. Προσπαθούν να συνυπάρξουν και ταυτόχρονα βρίσκονται σε μια συνεχείς κόντρα. Σαν τα καρτούν... Διαβολάκι στα αριστερά, αγγελάκι στα δεξιά και όποιος πρόλαβε, πρόλαβε!

Για πες μου εσύ λοιπόν, μεγάλε επαναστάτη, που σκατά, πήγανε οι ιδέες και τα ιδανικά σου; Πόσο βαθιά τα έθαψες στη γη μη τυχόν και βγουν προς τα έξω; Τη σημαία την έχεις ακόμη; Εκείνο το πόστερ πάνω απ' το κρεβάτι σου;Πετάχτηκε ή καταχωνιάστηκε κάπου για να μπορείς αύριο να λες στα παιδιά σου, πως είχες κάποτε και εσύ ιδανικά αλλά να μωρέ, μετά μεγάλωσες, οι πρωτεραιώτητες σου άλλαξαν, παντρεύτηκες, πήρες αμάξι, σταμάτησες και να βγαίνεις...

Άστα να πάνε στο καλό όλα καλύτερα. Να μην έχεις να θυμάσαι πως μια φορά, υπήρχε και ένα άλλο εγώ που το έπνιξες στα πρέπει και στο αλκοόλ. Και σαν δικαιολογία, βρήκες να πεις μονάχα πως μεγάλωσες.

Η ηλικία όμως,  μεγάλε μου επαναστάτη, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα νούμερο.
Και νούμερα υπάρχουν πολλά εκεί έξω.
Οι πράξεις είναι που βγάζουν το αποτέλεσμα, όχι τα νούμερα. Ακριβώς σα τα μαθηματικά.
Ή και όχι σαν τα μαθηματικά... Στη τελική, εγώ 'έμαθα' αρχαία και ιστορία, τι ξέρω λοιπόν από αριθμούς;
Μονάχα πως στο μηδέν, φτάνουμε πιο εύκολα από ότι μας μάθανε.
Και πως το μηδέν, όσο και αν οι μαθηματικοί συχνά δεν το καταλογίζουν καν, ανάμεσα στους αληθινούς αριθμούς, είναι στη ζωή, το πιο συχνό νούμερο που θα συναντήσεις.

(-Ξέρεις τι χρώμα ήτανε οι κουρτίνες ε;
-Μην μου πεις κίτρινο!
-Κίτρινες ήτανε αφού!)


Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Θα ήθελα.

Από:....
Προς:...
9/10/2015


  ''Σου γράφω, όχι για να σου πω με άλλες λέξεις κι άλλες φράσεις, όσα σου έχω ξανά πει, μα για να σου εκμυστηρευτώ κάτι νέο. Νέο για'σένα δηλαδή. Για εμένα παλιό, όσο και ο ίδιος ο χρόνος.
 Θα ήθελα,να μπορώ να γαλουχήσω το χρόνο, να ταξιδέψω πίσω, όταν ακόμα ήσουν παιδί. 
 Όχι. Όχι για να δω πως έμοιαζες ή αν πράγματι τρέλαινες τους γονείς σου. 
 Να'μαι, ένα από τα παιχνίδια σου θα ήθελα. Η αγαπημένη σου διμοιρία από πράσινα στρατιωτάκια, το λούτρινο αρκουδάκι με το οποίο κοιμόσουν τα βράδια, η μπάλα που έκλαψες όταν έχασες.
 Θα'θελα, να είμαι εκείνο το παιχνίδι,που ακόμη και σήμερα, σου λείπει καμιά φορά σαν μιλάμε για τα παιδικά μας χρόνια όλοι μαζί. Να έχω ακούσει το παιδικό σου γέλιο, να έχω υπάρξει ο στρατηγός σου στη μάχη, και η σύντροφος σου στα γεύματα, να ήμουνα ένα, ανάμεσα στα πολλά παιχνίδια σου την ώρα που συλλογιζόσουν με ποιο να παίξεις σήμερα. 
 Και μην ξεχνάμε το αρκουδάκι, που το κρατούσες πλάι σου, αν και διακριτικά ακόμα κι όταν μεγάλωσες για ¨τέτοια¨. Εκείνο και εσύ μόνον γνωρίζεται, τι μυστικά του έχεις πει, ποια θέλω και δεν θέλω σου άκουσε. Ή, ίσως ούτε εσύ γνωρίζεις πλέον. Πέρασαν τόσα χρόνια, δεν θα μου φαινότανε και τόσο παράλογο.
Ξέρεις, θα μου άρεσε να είμαι και το πρόχειρο φρούριο από μαξιλάρια και έπιπλα. Ή το ποδήλατο σου. Να γνωρίσω την αίσθηση του να σε κρατάω ασφαλή και την αίσθηση του να σε ταξιδεύω.
  
Από καθαρό εγωισμό, θα ήθελα να είμαι, και εκείνο το παιχνίδι που δεν είχες ποτέ. Που ήταν πάντα, πολύ ακριβό για να γίνει δικό σου, ή που δεν ήτανε της ηλικίας σου -άσχετα που εσύ το ονειρευόσουν πως και πως-. 
  
Θα μου άρεσε πολύ, να είμαι το πρώτο βιβλίο που διάβασες. Αυτό, ίσως να μου άρεσε πιο πολύ και από όλα τα παραπάνω. Θυμάσαι ποιο βιβλίο ήτανε; Ή, το πως ένιωσες όταν το πήρες στα χέρια σου και η μυρωδιά του σε χτύπησε στα ρουθούνια; Θυμάσαι πως ένιωσες όταν έγερνες από πάνω του ρουφώντας κάθε λέξη; Εγώ δεν θυμάμαι τίποτε από αυτά αν και θεωρώ πως ξέρω ποιο βιβλίο ήτανε.
  
Βέβαια, δεν θα μπορέσω ποτέ να σπάσω το φράγμα του χρόνου κι έτσι δεν θα μάθω πως θα ήτανε να με κρατάς με προσοχή στα μικρά σου χέρια, να οργανώνουμε ιστορίες ολόκληρες μαζί, να σε κάνω να γελάς ανάλογα τη ταυτότητα που θα μου έδινες ή και να θυμώνεις. 
  
Γεννήθηκα άνθρωπος, σαν άνθρωπος λοιπόν, καλούμε καθημερινά να σε ζήσω. Αρκούμαι λοιπόν, στο να σε βλέπω να χαίρεσαι όταν σου φέρνω κάτι μικρό και ασήμαντο και παιδικό, αρκούμαι στο να σε βλέπω να διαβάζεις ένα βιβλίο αφηρημένα απέναντι μου, αρκούμαι στη θέα από το αρκουδάκι σου και το αρκουδάκι μου, δίπλα-δίπλα στη συρταριέρα, αρκούμαι στις διηγήσεις σου για τα παιδικά σου χρόνια και στις διηγήσεις που κάποιες φορές, ξεκλέβω από τους δικούς σου και τους φίλους σου και ονειρεύομαι πως όταν θα έχω τόσα λεφτά να δώσω, θα σου πάρω εκείνο το ακριβό κάστρο με τις επάλξεις, την γέφυρα, τους καταπέλτες. Ή, έστω, εκείνο το αυθεντικό φωτόσπαθο που είδαμε... 
  
Δεν ορκίζομαι πως θα στείλω αυτό το γράμμα, γράφτηκε υπό την επήρεια καφεΐνης, έντεχνης μουσικής και μοναξιάς. Από την άλλη όμως, επειδή γράφτηκε από εκείνο το άφοβο σκοτεινό εγώ μου, μπορεί και να το στείλω τελικά.
                                                                                                                 
Όπως και να'χει, με αγάπη πάντοτε,
Ε.''

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Χειρότερος Μήνας (?)

Ο χειρότερος μήνας με διαφορά, είναι αυτός ο γλυκόπικρος Σεπτέμβρης που διανύουμε. 

Νιώθω ότι πρέπει κάτι να κάνω με τη ζωή μου, ότι πρέπει να μπω σε πρόγραμμα, ότι πρέπει να αρχίσω πάλι να γράφω ακόμα κι αν δεν έχω τίποτα να πω, ότι πρέπει να αλλάξω τη ντουλάπα μου, να αλλάξω ίσως θέση στα έπιπλα, να κάνω πρόγραμμα για τις ταινίες που θέλω να δω στο σινεμά, γιατί δεν μου φτάνουν και τα λεφτά να τις δω όλες, ας μην είμαι παράλογη! 

Σεπτέμβρης. Μια λέξη, που ισοδυναμεί με ότι πιθανότατα ο καθένας μας μισεί. Σχολείο, πανεπιστήμιο, δουλειά. Βρίσκεσαι ξαφνικά, από τις παραλίες, τους καφέδες, τα σορτσάκια και τις εκδρομές, πίσω στις υποχρεώσεις, στις βροχές, στην αρχή του φθινοπώρου, στα μποτάκια, τις ζακέτες, τα κασκόλ, τις αρρώστιες

 Μανίκι φιλενάδα αυτός ο μήνας. Κι όχι τίποτε άλλο, για πρώτη φορά φέτος, κατάλαβα γιατί όλοι γουστάρουνε τόσο πολύ τον Αύγουστο!

Μα, όσο και να μην σου αρέσει ότι φέρνει τούτος ο μήνας, κάτι καλό θα φέρνει και για 'σένα όπως φέρνει και για 'μένα! 

Έχει γενέθλια η κολλητή σου! Και η μαμά σου! Και έχεις επέτειο! Και σαν σήμερα, ήρθε ο γάτος σου, μια σπιθαμή ζωάκι σπίτι! 

Κι αν το δεις, ακόμη πιο μακροχρόνια, σε λιγάκι έχουμε Χριστούγεννα! 
Yeahh!

Δεν σε έπεισα;
Εντάξει, δεκτό!.... Μάλλον!

Θα ήθελα να είμαι εξωτερικό για να έχω να περιμένω για το Halloween αλλά είμαι εδώ. 
Και το μόνο που αναμένουμε εδώ, είναι οι εκλογές! Πάλι. 
ΠΑΛΙ!

Υπομονή! Αρχίζουν και όλες οι ωραίες σειρές του χειμώνα, θα έχουμε μια διασκεδαστική απασχόληση για όταν μας καθηλώσουν τα κρύα στο σπίτι! Και είναι και εκείνο το βιβλίο, που περιμένω πόσο καιρό να εκδοθεί και εκείνη η τελευταία ταινία μιας τριλογίας που μας έρχεται!

Δεν μπορεί να βλέπεις μόνο αρνητικά τον Σεπτέμβρη όταν έχεις τόσα πολλά να περιμένεις μέσα και έπειτα, από αυτόν!

Ναι, καταλαβαίνω.
Υποχρεώσεις.
Σε κανέναν δεν αρέσουν, μέσα κι εγώ! Αλλά... και τι στο καλό ζωή θα ήτανε αυτή αν είχαμε μόνιμο καλοκαίρι; Μόνιμες διακοπές; 

Για πόσο θα εκτιμούσες, όσο εκτιμάς, τις θάλασσες των νησιών και της Χαλκιδικής αν μπορούσες να πηγαίνεις 12 μήνες τον χρόνο;  

Και πόσο όμορφο θα σου φαινότανε το κρεβάτι σου, αν ποτέ δεν το χρειαζόσουν για να σε ξεκουράσει; 

Και πόσο σημαντικός θα ήταν ο άνθρωπος σου αν δεν είχες έγνοιες και γκρίνιες να μοιραστείς μαζί του ανάμεσα στα καλά;

Για πόσο θα άντεχες να μην χρειάζεται να παλέψεις για τίποτε, αν υποθετικά, πέρα από αιώνιες λιακάδες είχαμε ας πούμε, και τεράστια προσωπικά αποθέματα χρημάτων;

Στο υπογράφω, τώρα και για κάθε Σεπτέμβρη, για κάθε χειμώνα που σου τι δίνει, οι λιακάδες και τα λεφτά, κάποια πράγματα δεν τα αγοράζουνε.

Τη βόλτα στην Αριστοτέλους με τις κίτρινες λάμπες και τα πεσμένα φύλλα, με εσένα στο πλευρό μου για ζεστασιά, τίποτα δεν την αγοράζει, τίποτα δεν την αποκαθιστά.

Για αυτό και μόνο, λέω με όλη μου τη ψυχή,
Καλώς μας ήρθες Σεπτέμβρη!
Και άφοβα σας εύχομαι, καλό χειμώνα να έχουμε.

Αιωνίως ερωτευμένη με όλες τις εποχές αφού στη κάθε μια, έχω και αναμνήσεις να θυμάμαι.
Αιωνίως ερωτευμένη μαζί σου.

Υ.Γ. Περιμένω με ανυπομονησία τις βροχές μπας και σαρώσουν τον τόπο της βρωμιάς και ξημερώσουμε με τριαντάφυλλα. 
                                                       ''November Rain'' Guns N' Roses

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Μέσα από ένα καλειδοσκόπιο

 Ένα μεσημέρι, ξαπλωμένοι σε ένα κρεβάτι ποτισμένο από τον ιδρώτα τους κι απ'τον ιδρώτα όλων των άλλων, εκείνος έσκυψε στο λαιμό της για να της πει τα πάντα. 

Με μάρτυρα του την σιωπή, της είπε πως, μια 'βδομάδα μαζί της, σε ένα έρημο νησί δεν θα ήταν τίποτα, μονάχα μια ανάσα ιδωμένη μέσα από πρίσματα. 
 
Τότε μείνει μια ζωή του απάντησε εκείνη,με την καρδιά της να χτυπά σε ξένους ρυθμούς.
Τι είναι μια ζωή μαζί σου; Μια εβδομάδα.... 

Τότε κατάλαβε τον φαύλο κύκλο που διένυαν. Τον είδα να αποκτά ζωή μπροστά της, να γεμίζει χρώματα και φωνές. ήξερε καλά τι ήταν αυτό που της έλεγε. Ήθελε να περάσει μια ζωή μαζί της, η βεβαιότητα των λόγων του ήταν το μόνο στέρεο αντικείμενο στο σύμπαν τους εκείνο το κάπως αποπνικτικό μεσημέρι. Μα ο άντρας φοβόταν τη ζωή που θα έκανε μαζί της, αφού γνώριζε και εκείνος καλά, πως ο χρόνος θα περνούσε γρήγορα, πως η ζωή θα μαραίνονταν από πάνω της, θα γλιστρούσε έξω από το σώμα της και εκείνος θα έμενε ανήμπορος σε μια ερημική παραλία. 

Δεν της έλεγε πως την αγαπούσε, ούτε πως ήθελε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μαζί της. Της έλεγε πως εδώ τελείωναν όλα, πως εδώ οι δρόμοι τους θα χωρίζονταν γιατί η ζωή, δεν ήταν ένα παιδικό παιχνίδι, ένας κύλινδρος που πάνω του κολλάς το πρόσωπο σου και βλέπεις, κάθε που τον γυρνάς, και ένα άλλο σχέδιο, μικρά πρίσματα μέσα σε ένα καλειδοσκόπιο που σε ζαλίζουν. Όχι, η ζωή δεν ήταν παιδικό παιχνίδι...

Δεν είχε τι άλλο να του πει. Μπορούσε πλέον μονάχα να του δείξει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, όσο εκείνος τους έστριβε από ένα τσιγάρο. 

Πήρε το κουτί από το γραφείο και μια κλωστή, άδειασε τα χρωματιστά γυαλάκια επάνω στο τραπέζι και με γυρισμένη την πλάτη, έκανε την δουλειά της.

Έπειτα κρέμασε την κλωστή μπροστά από το παράθυρο και άνοιξε τα παντζούρια, αφήνοντας το φως να διαχυθεί μες το δωμάτιο. Το φως όμως, πέρασε πρώτα μέσα από τα χρωματιστά γυαλάκια της και έδωσε στο δωμάτιο μια παραμυθένια όψη. Ξάπλωσε δίπλα του.

Σαν παιδί, ήθελα να ζω μέσα σε ένα καλειδοσκόπιο. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου, μου αγόρασε αυτά τα πολύχρωμα γυαλάκια, τους έκανε μικρές τρύπες και μου έδειξε αυτό το κόλπο. Να τα περνάω μέσα από τη κλωστή και να τα κρεμάω μπροστά στο παράθυρο. 

Άναψαν τα τσιγάρα τους και έκατσαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον.

Μια ανάσα, ψιθύρισε εκείνος.

Η γυναίκα, ήθελε να του δείξει τον κόσμο της όσο προλάβαινε. Μα η απάθεια που έδειχνε την πλήγωνε. αντί να μένει έκθαμβος με τα πράσινα, τα κόκκινα, τα μπλε, τα κίτρινα χρώματα που στροβιλίζονταν γύρω τους, που τους ταξίδευαν σε άλλους κόσμους, κοιτούσε τώρα το ρολόι του.

Και κατάλαβε πως δεν την πείραζε που θα έφευγε, πως δεν θα μπορούσαν ποτέ να ζήσουν μαζί σε μια παραλία, πως η ζωή θα έφευγε από εκείνον πρώτα και όχι από την ίδια παρά το άρρωστο σώμα της.

Οι ώρες περνούσαν, μόνη πλέον στο δωμάτιο, χωρίς το φως της ημέρας να δίνει ζωή στα γυαλάκια της, ζητούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της, τον φαύλο κύκλο στον οποίο ζούσε, να επιβραδύνει γιατί έπρεπε να βγει από εκείνον.

Κι όταν κατάλαβε πως ο φαύλος κύκλος θα συνέχιζε να γυρνά γύρω της, όλο και πιο γρήγορα κατάλαβε πως έπρεπε να πηδήξει έξω του, όχι απλά να βγει, λες κι η ζωή είναι δωμάτιο που ανοίγεις την πόρτα και φεύγεις. 

Όχι, η ζωή ήταν ένα καλειδοσκόπιο που κάποιο παιδί, σε μια άλλη ζωή, γυρνάει όλο και πιο γρήγορα θέλοντας να δει κι άλλα, κι άλλα. 

Και η γυναίκα πήδηξε. Πήδηξε έξω από τον φαύλο κύκλο, έξω από τη ζωή της, έξω από το καλειδοσκόπιο που κρατούσε το παιδικό εγώ της.



Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Δεν είσαι πια ο πρώτος.

Αυτή η χώρα με πνίγει.
Όπως πνίγει, εσένα, τον διπλανό σου και την γειτόνισσα.
Πως να χαρώ τις ομορφιές της, τους καταρράκτες, τον ήλιο, τη θάλασσα ή το βουνό και το νησί όταν με πνίγει ο άνθρωπος.

Πότε έγινες έτσι ρε Έλληνα;
Πότε έκανες στροφή προς την α-ποιότητα;
Πότε ήτανε που άρχισες να στοιβάζεις (λαθρό)μετανάστες σε μοντέρνα στρατόπεδα συγκέντρωσης;
Πότε ήτανε που άφησες τα παιδιά σου χωρίς σπίτι γιατί ψήφισαν την αριστερά όσο εσύ, με ελαφρά τη καρδιά, ψήφιζες ακροδεξιά;
Πότε ήτανε που ντύθηκες Ευρωπαίος;
Πότε έβαλες κουκούλα και έκαψες ;
Πότε ήτανε που μια μάσκα του Γκάι Φοξ σε έκανε επαναστάτη;
Πότε ήτανε που οδήγησες ένα παιδί στην αυτοκτονία;
Πότε ήτανε που άφησες τους πολιτικούς σου να σου τρώνε τη ζωή και εσύ να γουστάρεις κι από πάνω, καφεδιά στη παραλιακή και μπουζούκια τη νύχτα;

Τι στο διάολο ρε'συ Έλληνα;
Τον Ξένιο Δία που αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον Όλυμπο, τους νεκρούς του Μεσσολογίου που σε βλέπουνε και νιώθουν πως δεν έκαναν τίποτα, τους αντάρτες του '40, που άντεξαν τόσο πολύ και εσύ τόσο εύκολα κατάφερες να συνθλίψεις, δεν τους σκέφτηκες ρε'συ Έλληνα;

Σκέφτεσαι μόνο τους Γερμανούς, τους Γάλλους και τους Ρώσους; Δεν υπάρχει για εσένα κάτι άλλο;

Κάτι ίσως, πέρα από σύνορα, στρατούς, θρησκείες, χρώματα και λεφτά;

Φράγκα...
Αγαπημένε Μαρξ... Δεν είναι η θρησκεία το όπιο του λαού. Τα φράγκα είναι!
Η υπόσχεση πως αύριο, θα έχει λεφτά. Πολλά λεφτά.
Λεφτά για αμάξια, σπίτια, κινητά, ρούχα, τατουάζ.

Κάποτε θυμάμαι η γιαγιά μου, με έλεγε... ''Ο παππούς σου δεν μπορούσε να βάλει λεφτά στην άκρη. Σήμερα να περνάμε καλά κι αύριο βλέπουμε...'' 
Μα βρε γιαγιά μου... πότε να περάσουμε καλά; Πότε να πιούμε και να φάμε; Πότε να διασκεδάσουμε; Πότε να κεράσουμε τους φίλους; Πότε να κακομάθουμε τα παιδιά μας;
Αύριο;

Αύριο, μπορεί να μην είμαστε εδώ, τα παιδιά μας να'χουν φύγει, οι φίλοι να'χουν πεθάνει. Τι αύριο μου λες; Σάμπως άσχημα περνούσατε; Επειδή δεν είχατε για αύριο; Ε,είχατε για σήμερα!

Εμένα κανείς δεν μπορεί να μου μιλήσει για το σήμερα.
Το σήμερα περνάει με δέκα ώρες στη δουλειά, γρήγορο φαγητό, σαράντα τσιγάρα, έναν καφέ στο πόδι, κούραση και γκρίνια. , στο τσακίρ κέφι, λίγο πρόχειρο σεξ τη νύχτα και ύπνος.

Αυτό δεν είναι σήμερα.
Δεν είναι αύριο.
Δεν είναι εχθές.

Είναι ποτέ!

Κουράστηκε σου λέω, η ανθρωπιά μου να την ταξιδεύουν οι φασίστες!
Δεν αντέχω άλλο.
Θα τρελαθώ...
Θα με τρελάνεις ρε'συ Έλληνα...


''Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.''


Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Λευκό κελί

Τρέφω μια βαθιά και ακατανίκητη αποστροφή για τα 
πολύ τακτοποιημένα σπίτια,τα
 πολύ φροντισμένα σπίτια, τα
πολύ καθαρά και ευθυγραμμισμένα σπίτια.
Εκείνα τα σπίτια που η νοικοκυρά έχει αφιερώσει άπειρο από τον χρόνο της 
για να δείχνουν όλα τα δωμάτια καθαρά, όμορφα, γυαλιστερά.
Τα αποστειρωμένα αυτά σπίτια, που με κάνουν με μίσος να κοιτώ τις αρβύλες μου
για να τσεκάρω, το πόσο καθαρές ή όχι είναι με βγάζουν εκτός εαυτού.
Τα σπίτια με τα πεντακάθαρα χαλιά, τις αφράτες κουρτίνες, τα γυαλικά, τα ασημικά.
Χωρίς ζωή, χωρίς γέλια, χωρίς κανένα σημάδι καλοπέρασης, ευτυχίας, ανθρώπινης ύπαρξης.

Τρέφω ένα ανεξάντλητο μίσος για τα νοσοκομεία.
Τους λευκούς τοίχους,τους κρέμ, τους παστέλ γαλάζιους.
Την ανάμικτη μυρωδιά ιωδίου, γάζας, αρρώστιας και φαρμάκων.
Πέφτει βαριά επάνω μου η αποστείρωση τους.
Με τρομάζει με έναν τρόπο διαφορετικό από εκείνον που με τρόμαζε το σκοτάδι παιδί!
Παγώνει τη καρδιά μου και γαργαλάει ενοχλητικά,
το κάτω μέρος της σπονδυλικής μου στήλης.

Με τρομάζουν και οι άνθρωποι στα λευκά. Οι γιατροί, οι νοσηλευτές, οι νεκροί που δεν παντρεύτηκαν, ο Πάπας, ο τρόφιμος του τρελοκομείου, οι νύφες. Με τρομοκρατούν οι αποστειρωμένοι άνθρωποι, οι ήσυχοι, οι λιγομίλητοι που κοιτούν πάντα πίσω από την πλάτη τους,
βλέποντας παντού
και πουθενά,
καταστροφολογίες και εχθρούς.

Η τάξη,η ασφάλεια και η ησυχία, όλα με τρομάζουν.
Κλονίζουν την λογική μου σκέψη,
φέρνουν αρρυθμίες στην καρδιά μου,
λαχάνιασμα στην αναπνοή μου...

Μα εκείνο που με τρομάζει, 
πιότερο από όλα,
από τα σπίτια,
τους ανθρώπους,
τα δημόσια κτήρια,
τις στολές,
είναι μια λευκή σελίδα.

Στην θέα μιας λευκής σελίδας, νιώθω να πνίγομαι όπως κανένα νερό δεν θα με πνίξει ποτέ μου.
Νιώθω πως η σελίδα χαραμίζεται όσο παραμένει λευκή.
Κενή.
Χωρίς κανένας να εμφυσήσει ζωή σε αυτήν.
Με πιάνει μια τρέλα,μια μανία,
ένα... κάτι  τέλος πάντων,
να γράψω,να γεμίσω, να σώσω.
Οι λευκές σελίδες μου λύνουν τα γόνατα,
με κάνουν να θέλω να βάλω τα κλάματα,
με πονάνε,
τα χέρια μου κάνουν σπασμωδικές κινήσεις,
βιάζομαι να βρω ένα στυλό, ένα μολύβι,
Θεέ μου
κάτι
οτιδήποτε
όλα 
μου
κάνουν!
Και έπειτα μια ιδέα.
Ναι! 
Αυτό χρειάζομαι.
Μια ιδέα. 
Για μια λέξη, έναν άνθρωπο, ένα γεγονός,ένα μέρος, μια κατάσταση.
Κάτι για το οποίο μπορώ να μιλήσω,
κάτι για το οποίο μπορώ να γράψω, 
να βρω λέξεις,
πολλές λέξεις να γεμίσω την σελίδα.
Τη σελίδα που με κοιτάει επίμονα, απαιτεί σιωπηλά από εμένα να κάνω το καθήκον μου,
κι ας είναι μέτριο, ανούσιο, χωρίς τέλος αρχή ή μέση.

Γνωρίζω το βασανιστήριο με το όνομα
''Λευκό κελί''.
Ένα από τα πολλά βασανιστήρια, που εφήβρε ο άνθρωπος για να βασανίσει έναν άλλον άνθρωπο.
Το ''Λευκό κελί'' είναι αυτό ακριβώς που λέει το όνομα του.
Ένα κελί, κατάλευκο, πάντα με φως, όπου μέσα του, τοποθετούν τον εκάστοτε φυλακισμένο,
και σε πλήρη απομόνωση τον αφήνουν να δουλέψει με την τρέλα του.
Γιατί σε ένα λευκό κελί, χωρίς κανένα ερέθισμα,
μέσα σε αυτό το όργανο του βασανιστηρίου που όσοι μπαίνουν,
βγαίνουν τρελοί,
στα χαμένα,
χωρίς πλέον,
να κατανοούν την αλήθεια από το ψέμα,
την πραγματικότητα από το όνειρο
Οι επιλογές,
Λιγοστεύουν

Το ''Λευκό Κελί'' για 'μένα μόλις πήρε το όνομα
''Λευκή Σελίδα''


Υ.Γ. Μόλις σας έδωσα τον απόλυτο τρόπο βασανισμού μου! Δεν γαμιέστε; Μέχρι και εκεί, θα σας έχω προλάβει.