Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Ο άγνωστος Χ.

 Εκείνη μπαίνει στο μαγαζί με έναν αέρα διαφορετικό από τις άλλες γυναίκες. Εκείνες είτε μπαίνουν ντροπαλές είτε με τον αέρα'' εγώ θα πάρω απόψε όλο το μαγαζί''. Εκείνη όχι. Η Έλη μπαίνει μέσα στο μαγαζί γνωρίζοντας πως ο Χ. θα είναι εκεί. Το βλέμμα της δεν ξεφεύγει στιγμή από την στράτα του. Ξέρει καλά, πως δεν χρειάζεται να τον δει για να ξέρει που βρίσκεται. Η δυνατή του αύρα ακτινοβολεί πάντοτε και μπλέκεται διαβολικά με την δική της.
 Το'χει αυτό η Έλη. Με τις αύρες τα πάει καλά. Βλέπει χρώματα και σχέδια που δεν μπορεί να δει ο καθένας. Βλέπει γιατί κάποιος που μοιάζει στον Χ. της έδειξε πριν πάρα πολύ καιρό πως να κοιτάει πραγματικά. Στρίβει λίγο το κορμί της αριστερά για να περάσει ανάμεσα από τον κόσμο και οι αύρες τους την ακουμπούν. Ή έστω, προσπαθούν γιατί εκείνη δεν το επιτρέπει.
 Φτάνει στο τραπέζι που κάθεται η παρέα της. Αφήνει το μπουφάν και την τσάντα της αφού έχει φωνάξει ένα χαρούμενο ''Γεια'' σε όλους τους. Κάθεται και ανάβει το πρώτο τσιγάρο της βραδιάς. Ο Χ. κάθεται μερικά τραπέζια πιο πέρα. Γνωρίζει και εκείνος καλά πως η Έλη έχει έρθει. Ο σερβιτόρος έρχεται, παίρνει την παραγγελία, φέρνει το ποτό, φεύγει. Η συζήτηση στο τραπέζι της Έλη είναι δυνατή γεμάτη γέλια όπως συνήθως. Εκείνη είναι αφηρημένη αλλά προσπαθεί να μην το δείχνει. Εκείνος δεν βλέπει αύρες γνωρίζει όμως καλά πως εκείνη μπορεί. Του το έχει εκμηστηρευθεί πριν πολύ καιρό. Τότε που οι συζητήσεις τους ήτανε ανώδυνες. Γελάει μαζί με τους υπόλοιπους, πίνει το ποτό της και καπνίζει, μιλάει. Κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να φαίνεται φυσιολογική.
 Η βραδιά περνάει σιγά σιγά. Η Έλη ξέρει πως εκείνος την κοιτάει συχνά. Δεν βρίσκει κουράγιο όμως να τον κοιτάξει. Ή έτσι νομίζει γιατί την επόμενη στιγμή, η σκιά του ορθώνεται από πάνω της. Και η Έλη τα χάνει.
 Εκείνος δεν την πλησιάζει πρώτος ποτέ. Η περηφάνια του δεν του το επιτρέπει. Ο Χ., δίχως να πει την παραμικρή κουβέντα την αρπάζει από το χέρι και την σηκώνει. Την τραβά προς τα εκεί όπου όλοι χορεύουν, αλλά στην πιο σκοτεινή γωνία. Δεν ντρέπεται για αυτήν. Για τον εαυτό του ντρέπεται που δείχνει αδυναμία σε κάποιον άλλο πέρα από το τεράστιο εγώ του. Χορεύουν. Η Έλη μεθυσμένη, σαν μαριονέτα αφήνεται να την κάνει εκείνος ότι θέλει. Η αύρα του, πιο δυνατή από οτιδήποτε έχει γνωρίσει ποτέ της, μπλέχτηκε με την δικιά της, με το που την πλησίασε. Για εκείνον δεν έχει βρει ακόμη τους κατάλληλους φραγμούς και έτσι αφήνεται να την παρασύρει. Εκείνος χαμογελάει, την κοιτάει στα μάτια και εκείνη ανταποδίδει. Ξέρει, πως τούτη η στιγμή μπορεί να είναι και η τελευταία που έχουν μαζί. Μπορεί ο Χ. να βρήκε το θάρρος μια φορά, αλλά δεν θα το βρει πάλι. Το εγώ του είναι μεγάλο. Η Έλη το βλέπει πάντα να καθρεφτίζεται στην αύρα του. Κάτι σαν ξένο σώμα που δεν τον αφήνει να ανασάνει κι ας το έχει φέρει ο ίδιος εκεί. Όσο την κρατάει κοντά του και λικνίζονται μαζί, το ξένο σώμα είναι θαμπό. Η Έλη του χαμογελά. Νιώθει σαν το κερί στα χέρια του Χ. Έτοιμη να δεχθεί κάθε αποτυπώματα του αφού πρώτα την λιώσει όσο χρειάζεται για να αφήσει το στίγμα του.
 Πόσα τραγούδια έχουν χορέψει εκείνη δεν γνωρίζει. Αδυνατεί να καταλάβει το οτιδήποτε γύρω της. Ούτε την μουσική δεν ακούει. Ακολουθεί μονάχα τις δικές του κινήσεις. Θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει ανοησίες μόνο και μόνο για να την ντροπιάσει.
 Η Έλη, τον κρατά κοντά της. Γιατί εκεί τον θέλει, κοντά της. Είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να σκεφτεί πέρα από τον ίδιο. Της χαμογελά, και την κολλάει επάνω στο κορμί του. Η αύρα του αλλάζει αμέσως. Γίνεται πιο φωτεινή, πιο μεγάλη. Σκύβει στο λαιμό της και της εναποθέτει ένα φιλί.
 Η Έλη, ακόμη μαριονέτα στα χέρια ενός όχι και τόσο έμπιστου μαριονοπαίχτη, γίνεται σκλάβα του. Η αύρα του φουντώνει. Μόνο έτσι μπορεί να το περιγράψει. Το χρώμα της είναι πορφυρό κόκκινο και ξαφνικά πιάνει πάρα πολύ χώρο. Ο κόσμος, ενοχλημένος από κάτι που δεν βλέπει και δεν καταλαβαίνει, εγκαταλείπει σιγά σιγά την πίστα. Ο μουσικός, βάζει ένα κομμάτι ερωτικό και αργό για το ζευγάρι που έμεινε τελευταίο. Εκείνος την σφίγγει και αρχίζει να την χορεύει. Η Έλη μεθά από το άρωμα του.
 Όλη αυτήν την ώρα, δεν έχει καταλάβει το ξένο σώμα στην αύρα του. Έχει γίνει πολύ σκούρο και μεγάλο. Σιγά σιγά μετακινείται προς την δική της αύρα. Βρίσκει διόδους και κανάλια επειδή οι αύρες τους έχουν μπλεχτεί τόσο πολύ. Ο Χ. δεν καταλαβαίνει επίσης. Ο εγωισμός του σιγά σιγά φουντώνει και εκείνος, χαρούμενος που για πρώτη φορά τόλμησε το ακατόρθωτο δεν συνηδητοποιεί τι υποβόσκει μέσα του. Συνεχίζουν τον χορό τους και ξαφνικά
η Έλη το νιώθει...
Το ξένο σώμα έχει εισβάλει στην ίδια. Η αύρα της μικραίνει όλο και πιο πολύ ενώ η δικιά του θεριεύει. Πονάει...τρομάζει...ασφυκτιά...
Προσπαθεί να τραβηχτεί μακριά του, να βρει λίγο φως στο σκοτάδι. Εκείνος την αρπάζει από τον καρπό. Κουνάει τα χείλη του αλλά η Έλη δεν μπορεί να ακούσει. Δάκρυα αυλακώνουν τα μάτια της. Το άγγιγμα του την καίει. Ο Χ. δεν καταλαβαίνει τίποτα από όλα αυτά. Την κρατάει σφιχτά από τον καρπό και της φωνάζει.
''Τι έπαθες τώρα; Που πας; Κάτσε, που πας;''
Η αύρα της χάνεται, το μαύρο ξένο σώμα την πνίγει οριστικά. Η Έλη, γλιστράει προς τα κάτω. Εκείνος σκύβει από πάνω της και την κρατά στην αγκαλιά του. Ουρλιάζει για βοήθεια. Ματώνει τα πνευμόνια του. Η Έλη όμως
παίρνει μια τελευταία ανάσα, σηκώνει το χέρι της και χαϊδεύει τα μαύρα μαλλιά. Ακουμπά τα τόσο ποθητά του χείλη και ψιθυρίζει...
''Μ'αγαπούσες. Αλλά δεν ήταν αρκετή η αγάπη σου ώστε να ξεπεράσεις το εγώ σου...''

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Η τρέλα και η λήθη!

 Διαβάζω ένα βιβλίο. Έχω διαβάσει πολλά, πάρα πολλά μάλλον για το διάστημα στο οποίο βρίσκομαι σε τούτη τη γη αν και σίγουρα, υπάρχουν άλλοι που έχουν διαβάσει ακόμη πιο πολλά.
 Σε αυτό το βιβλίο υπάρχουν διηγήματα και ένα από αυτά, με καλεί επίμονα να σταματήσω και να σκεφτώ το τι γράφει.
 Τι είναι καλύτερο λοιπόν; Η τρέλα ή η λήθη;
 Το να ξεχνάς τον άνθρωπο σου ή να τρελαίνεσαι προσδοκώντας την επιστροφή του αφήνοντας την να σε παρασύρει πέρα από τα όρια της λογικής;
 Ποιος άνθρωπος χρίζει μεγαλύτερου σεβασμού; Ο λογικός ή ο τρελός;
 Εκείνος που ξέχασε; Που αφέθηκε να ξεχάσει και συμβιβάστηκε με την απουσία; Πως μπορούμε να ονομάζουμε λογικό εκείνον τον άνθρωπο που επέτρεψε στον εαυτό του να ξεχάσει;
 Θα μου πεις... μπορεί να το έκανε για να γιατρέψει τις πληγές του. Για να προχωρήσει μπροστά στη ζωή του. Έπρεπε δηλαδή να περιμένει πάντα εκείνον τον ένα άνθρωπο;
 Και θα απαντήσω...
 Αν δεν περιμένεις τον ΈΝΑ άνθρωπο, πως μπορείς να λες πως αγαπάς; Πως είσαι ερωτευμένος όταν μπόρεσες να ξεχάσεις εκείνον που μόνος σου ονόμασες, μεγάλο έρωτα; Πως είναι δυνατόν να ξεχνάει η καρδιά και το μυαλό να θάβει εικόνες,αναμνήσεις,μυρωδιές στα πιο σκοτεινά και μουχλιασμένα συρτάρια του; Πως σταματάς να αγαπάς με όλο σου το είναι τον ένα άνθρωπο; Εκείνον, που σε έκανε καλύτερο; Εκείνον για τον οποίο έκλαψες τόσα πικρά και αρρώστησες μετά τον αποχωρισμό;
 Και η τρέλα; Σαφώς, δεν ακούγεται υγιές επιλογή. Δεν είναι η εύκολη επιλογή. Δεν είναι η συνηθισμένη επιλογή. Δεν είναι η πρώτη σκέψη κάποιου που πονάει από έρωτα. Δεν είναι αυτό που θα επικροτήσει η κοινωνία μας. Δεν είναι εκείνο που σου έμαθαν να επιλέγεις.
 Για αυτό η τρέλα είναι η μόνη οδός. Η μόνη λύση....
 Γιατί δεν σου την γνώρισε κανείς. Πορεύθηκες μόνος στον έρωτα σου και μόνος θα πορευθείς στην τρέλα σου. Δεν υπάρχουν βιβλία με οδηγίες για την τρέλα. Για το άσβεστο πάθος. Δεν υπάρχει τρόπος. Για αυτό είναι η μόνη επιλογή. Η τρέλα. Η άσβεστη, καθαρή τρέλα! Η τρέλα που σε κάνει ευτυχισμένο αλλά θα σε πικράνει κι όλας και θα φέρει το χαμόγελο στα χείλη αλλά και τα δάκρυα στα μάτια.
 Την τρέλα θα πρέπει μονάχος να την εξερευνήσεις. Να μάθεις την ευθείες και τις στροφές της. Να μάθεις τα χούγια και τα γούστα της. Και η τρέλα θα είναι όλη δική σου. Πάντα. Εκείνη ποτέ δεν θα σε εκθέσει σε μάτια τρίτων. Εκείνη ποτέ δεν θα σε αφήσει για κάποιον άλλο. Η τρέλα, σε ποθεί μονάχα για την ίδια. Για αυτό σε καλοδέχεται συνεχώς στην αγκαλιά της. Για αυτό σε κρυφοκοιτάζει πίσω από τα παραθυρόφυλλα και τις γρίλιες. Για αυτό ξέρει κάθε σου ανάσα. Η τρέλα είναι δική σου.
 Και είναι προτιμότερη από την λήθη.
 Την λήθη την εύκολη.
 Τίποτε πιο εύκολο από το να ξεχνάς. Τίποτε πιο απλό και ανώδυνο.
 Τίποτε πιο νεκρό και στάσιμο.
 Στον τρελό, ειδικά σε εκείνον που είναι τρελός από έρωτα, χρωστούμε όλοι ένα τεράστιο μπράβο και μια υπόκλιση.
 Σε εκείνον που διάλεξε να ξεχάσει πάλι... δεν μπορώ να πω τι του πρέπει. Για 'μενα τέτοιοι άνθρωποι είναι λίγοι. Και το λίγο δεν είναι του στυλ μου. Κάλλιο η τρέλα μου να περάσει απόψε και κάθε βράδυ την πόρτα μου και να μου κρατά συντροφιά στο φως και στο σκοτάδι  μου παρά εκείνο το απύθμενο κρύο και το σκοτάδι.
 Κάλιο να σε θυμάμαι, ζωντανό εδώ δίπλα μου, να πίνεις τον καφέ σου όπως τον γούσταρες και να μουρμουράς έναν σκοπό παρά να ξεχάσω το άρωμα της κολόνιας σου. Και ας μη σε ερωτεύτηκα κι ας σε αγάπησα μόνο. Κάλιο να θυμάμαι παρά να ξεχνώ.
 Και να σου πω κάτι; Και οι δυο, δικές μου είναι. Στο δικό μου φτωχόσπιτο ζουν. Και μαζί δυο πουτάνες δεν στήνουν στέγη γερή και θεμέλια στέρεα. Δυο τέτοια θηλυκά ποτέ δεν πάνε πακέτο. Το πορνείο μου όμως, εγώ θα το κρατάω ανοιχτό και ας έχω χρέος παντού. Το πορνείο της καρδιάς και του μυαλού μου είναι επίσης δικά μου. Εγώ τα έκανα. Εγώ τα φροντίζω.
 Και δεν το'χω σε τίποτα.
Τι δεν έχω σε τίποτα; Έλα πιο κοντά να σου πω, όπως λέει και ένας φίλος, αυτά τα λέμε μονάχα σιγανά. Να μην μας πάρουν χαμπάρι.
Ωραία, πλησίασες αρκετά την καρδιά σου στην δική μου. Τώρα μπορώ να στο πω ψιθυριστά και εσύ θα το ακούσεις.
 Φίλε μου, δεν το'χω σε τίποτα. Το πορνείο μου το καίω όποτε θέλω οποιαδήποτε στιγμή κι αν το θελήσω.
Εσύ μου το 'μαθες αυτό.
Ευχαριστώ...
κοιμήσου....

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Να σου πω!

Να σου πω εγώ για τον έρωτα.
Να κοιμάσαι στο πλάι μου και εγώ να γράφω. Να απαρνιέμαι την αγκαλιά σου για να γεμίσω άλλη μία γραμμή,άλλη μία παράγραφο,άλλη μία σελίδα για 'σενα.
Να μιλάς και εγώ να παρατηρώ το στόμα σου. Τους μορφασμούς σου. Τη λάμψη των ματιών σου.
Να περπατάς και να χαζεύω το κορμί σου.
Να κρυφοκοιτάζω από την πόρτα του μπάνιου που δεν κλείνει καλά όταν κάνεις ντουζ.
Να τρέχω να σε προϋπαντήσω όταν ακούω τα κλειδιά σου στην πόρτα.
Να βολεύομαι άβολα στην αγκαλιά σου και να κρύβω το πρόσωπο μου στο κοίλωμα του λαιμού σου.
Έτσι, γιατί διώχνεις μακρυά τα τέρατα που με κυνηγούν από μικρή.
Έτσι, γιατί θέλω να πνίγομαι με το άρωμα σου και τα πνευμόνια μου να γεμίζουν Εσύ.
Να σου πω...
Γιατί θες να σου πω απόψε;
Να σου πω γιατί γράφω;
Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση μωρό μου.
Γράφω...
Για να μην τρελαθώ.
Για να μπορώ να κοιμάμαι τις νύχτες.
Για να μπορώ να αναπνέω χωρίς να πνίγομαι.
Για να μπορώ να κοιτάζω τον ήλιο κατάματα και να μην πονούν τα μάτια μου.
Γράφω...
Γράφω γιατί με σπρώχνει μια εσωτερική μανία να γράψω. Μια θύελλα που διαλύει τα πάντα μέσα μου και με πονάει. Με πονάει και εδώ
και εδώ
και εκεί
ναι,και εκεί.
Παντού.
Έχω κενά να κλείσω, απώλειες να ξεχάσω.
Βιάζομαι.
Γράφω πολύ για να μπορώ να σ'αγαπάω όπως σου πρέπει.
Γιατί αλλιώς...
Αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ. Έχω ένα όνειρο να κυνηγήσω και μια γυναίκα να ερωτευτώ. Δεν προλαβαίνω μα πρέπει να γράψω. Αλλιώς, δεν ξέρω πως θα σ'αγαπώ αύριο. Δεν ξέρω πως θα σε κοιτάω στα μάτια.
Εσένα, τη μάνα μου, τους φίλους μου, εμένα..εσένα.
Με παρασέρνει το γράψιμο στο ρυθμό του και πάλι. Ξέρω ότι είσαι δίπλα μου και θέλω να σε αγγίξω. Να απλώσω για λίγο τα χέρια μου πάνω σου σε ένα χάδι. Δεν μπορώ.
Δεν μπορώ να σταματήσω να γράφω.
Θέλω να καπνίσω..πρέπει να στρίψω ένα τσιγάρο. Αυτό θα μπορέσω να το κάνω. Μα αν πάω να σε αγγίξω τα χέρια μου θα κολλήσουν πάλι στο πληκτρολόγιο, στην πένα, στο μολύβι, στο στυλό.
Γιατί εσύ μονάχα, σταματάς το γράψιμο.
Να σου πω, αυτό είναι έρωτας. Να με παρακινείς να γράψω και να μην μ'αφήνεις να χαθώ σε αυτό.
Αυτό είναι ο έρωτας. Το τσιγάρο που θα καπνίσω τώρα ενώ γράφω για σενα. Αυτό είναι ο έρωτας. Ο ένας, ο μοναδικός, ο τεράστιος έρωτας.
Να σου πω...
Τι θες να σου πω?
Να σου πω για όταν ήμουν παιδί και δεν ήσουν εδώ; Δεν γίνεται. Θα τρομάξεις. Ήμουν πολύ χαρούμενο παιδί. Φοβητσιάρικο αλλά χαρούμενο. Δεν θα με αναγνώριζες σε εκείνο το παιδί. Αλήθεια σου λέω, να μ ακους.
Να σου πω...
Τι θες να σου πω?
Να σου πω για τον πατέρα μου; Δεν γίνεται. Θα τρομάξεις αν με δεις λυπημένη. Θα τρομάξεις αν με πάρουν τα δάκρυα στο δικό τους κόσμο. Δεν μπορώ να σου πω για εκείνον. Έφυγε και δεν μπορείς να τον αναγνωρίσεις πουθενά. Δεν ξέρω αν μπορείς να τον δεις σε εμένα ή στα αδέρφια μου, δεν ξέρω που μπορείς να τον δεις. Δεν γίνεται.
Να σου πω...
Τι θες να σου πω?
Τι μπορώ να σου πω;
Μπορώ να σου πω για τον έρωτα... Για το πως χάνομαι στα μάτια σου και το πόσο ευτυχισμένη με κάνουν να νιώθω. Το πόσο χαρούμενος ηχεί στα αυτιά μου ο ήχος της φωνής σου.
Και μπορώ να σου πω γιατί γράφω.
Ξέρω, αυτά στα έχω πει ήδη. Τα έχεις ακούσει. Κι όμως, από όσα έχεις ακούσει είναι τα δύο πράγματα που καταλαβαίνεις λιγότερα.
Αυτό είναι έρωτας.
Να ξες και να μην με ξες. Ταυτόχρονα.
Να σου πω...
Σ'αγαπάω.

Στη Ζ.
...............πάντα!

Πυξίδα...

Ανάμικτη γεύση στο στόμα μου. Πικρή. Κενή. Απορημένη. Η μνήμη μου, κοπιάζει να αναμοχλεύσει τις στιγμές μας, γύρω από το ξύλινο τραπέζι. Αέρινες φιγούρες που διαρκούν τόσο, όσο η εισπνοή μου κι' έπειτα, προχωρούν προς το μπαλκόνι. Καθώς εκπνέω. Αναλογίζομαι τις αποστάσεις. Από το τραπέζι, στο μπαλκόνι. Απ' τη μια αναπνοή, ως την επόμενη. Απ' το ζωηρό κίτρινο χρώμα των λεμονιών, ως την Ευτυχία σου.. Από το Εδώ, στο Παντού. ..Στο Κάπου. Από τη Ζωή, στο Θάνατο και από τον Θάνατο στη Ζωή. Από την τελευταία φορά που σε φίλησα, έως το μικροσκοπικό και ανήμπορο αυτό δευτερόλεπτο. Κινούμαι για λίγο. Πρέπει να κρατήσω μόνο τα υγιή λεμόνια. --

Και τώρα θυμάμαι. Και τώρα, μυρίζω. Τώρα μπορώ να αγγίξω. Το κίτρινο τριαντάφυλλο. Το κίτρινο μπλουζάκι σου. Το υγιές κίτρινο λεμόνι. "Το κίτρινο, είναι το χρώμα του μίσους", λένε οι άνθρωποι. Όταν όμως μίλησα τη λέξη αυτή, δεν μύριζε όπως αυτό το τριαντάφυλλο, ούτε όπως η μπλούζα σου. Δεν είχε την αίσθηση αυτού του λεμονιού και η γεύση της, δεν ήταν ευχάριστη. Οι άνθρωποι κάνανε λάθος. Δεν έχει χρώματα το μίσος. Ή τελικά, είμαι ανίκανη να μισήσω. ~  Σηκώνω τα χέρια με τις αποστάσεις. Είμαι Γυναίκα και ο εγκέφαλός μου δεν τα καταφέρνει με πράγματα σαν αυτά. Χάνω λοιπόν τον προσανατολισμό μου και πρέπει να δεχτώ την ιδέα αυτή. Θα ξαναβρώ το ηλιοβασίλεμα, όταν η Πυξίδα μου είναι πίσω. Είμαι Γυναίκα. Έχω μόνο το Μισό.  
Σε χρειάζομαι... Πρέπει να γίνω Ένα.


Στη Ζ.
πάντα....

The Poet...

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν κόσμο που καθόλου δεν έμοιαζε με τον δικό μας ζούσε ένας ποιητής. Είχε μεγάλο ταλέντο σε αυτό που έκανε και έδειχνε αφοσίωση και σεβασμό στην τέχνη του.
Ο κόσμος, τον σέβονταν για αυτό.
Ο ποιητής, είχε επίσης μεγάλη φυσική ομορφιά. Για την ομορφιά του αυτή, οι γυναίκες τον ποθούσαν και οι άντρες ενδόμυχα τον ζήλευαν. Εκείνος όμως, ποτέ δεν εμφανίστηκε στο σπίτι του με κάποια γυναίκα. Τότε είπαν πως ήταν ομοφυλόφιλος αλλά και αυτό, γρήγορα ξεφούσκωσε.
Ο ποιητής, δεν είχε ποτέ του κανενός φύλου την παρέα.
Ένα απόγευμα ο ποιητής βρίσκονταν καθισμένος στο στέκι του. Ένα μαγαζί με λίγο κόσμο που δεν κοιτούσαν όλοι πως θα τσακωθούν και θα πιουν πολύ. Κάθονταν μόνος και σκάρωνε κάτι στίχους στο μυαλό του όταν άκουσε την συζήτηση που είχαν οι άνθρωποι από το τραπέζι πίσω του.
-Μιλούν σου λέω, για ένα φυλακισμένο λουλούδι. Πέρα από τους λόφους,μακρυά.
-Γιατί κανείς να φυλακίσει ένα λουλούδι;
-Δεν ξέρω. Είπαν πως ήτανε κακό και μολυσμένο και έπρεπε να το φυλακίσουν.
Η περιέργεια του ποιητή, είχε ανάψει. Γύρισε ευγενικά το κορμί του προς το τραπέζι τους και τους χαμογέλασε. Οι άνθρωποι, γνωρίζοντας την μορφή του τον καλοδέχτηκαν αμέσως στη συζήτηση.
-Μήπως γνωρίζεται παραπάνω λεπτομέρειες για το που βρίσκεται αυτό το λουλούδι; τους ρώτησε προς το τέλος της βραδιάς.
-Πέρα από τους λόφους, λίγα χιλιόμετρα μέσα στο δάσος υπάρχει ένα σημείο σαν πλατιά κοιλάδα. Εκεί, πάνω σε έναν μικρό λόφο βρίσκεται εκείνο. του απάντησαν.
Λίγο αργότερα, ο ποιητής πλήρωσε για τα χρέη όλης της παρέας και έφυγε.
Δύο μέρες μετά, αντιλήφθηκαν όλοι πως ο ποιητής έλειπε. Μπήκαν μέσα στο σπίτι του με τον φόβο του θανάτου και δεν βρήκαν το σώμα του πουθενά. Κατάλαβαν όμως πως έλειπαν και πράγματα από το σπίτι του και υπέθεσαν πως τους είχε αφήσει. Για πολύ καιρό συζητούσε ο κόσμος το που ήταν και το γιατί είχε φύγει έτσι ξαφνικά. Γρήγορα όμως, το θέμα ξεχάστηκε και ξεχάστηκε και ο ίδιος ο ποιητής.
Εκείνος, είχε φύγει κρυφά τη νύχτα. Φόρτωσε σε μία άμαξα όλα τα σημαντικά του υπάρχοντα και ξεκίνησε. Βιβλία και ρούχα κι άλλα βιβλία! Του πήρε πολύ καιρό μέχρι να βρει το φυλακισμένο λουλούδι αλλά τελικά, το βρήκε.
Βρίσκονταν πράγματι σε μία πεδιάδα και στην άκρη της υπήρχε ένα πολύ μικρό λοφάκι. Εκεί βρίσκονταν το λουλούδι. Πιο όμορφο από κάθε άλλο λουλούδι, έστεκε μονάχο του στο λόφο περιτρυγιρισμένο από ψηλά συρματοπλέγματα.
Ο ποιητής το αγάπησε από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε.
Έφερε χτίστες και μάστορες από όλη την πολιτεία και τους είπε να του χτίσουν ένα σπίτι με τεράστια παράθυρα για να μπορεί να το κοιτάει με τις ώρες. Όσο καιρό δούλευαν εκείνος έμενε μέσα σε μία τεράστια σκηνή ενώ παράλληλα επικινωνούσε με τους καλύτερους βοτανολόγους και τους καλύτερους γεωπόνους.
Ήθελε να διασφαλίσει τη ζωή στο λουλούδι του, όπως το σκέφτονταν πλέον. Και αυτό θα γίνονταν μόνο αν έφερνε το κατάλληλο είδος μελισσών για απικονίαση.
Και ο καιρός πέρασε και ήρθε ο χειμώνας και ο ποιητής έμενε πλέον μέσα στο σπίτι του. Κάθονταν έτσι που να μπορεί να βλέπει το κόκκινο λουλούδι του και έγραφε ποιήματα για χάρη του.
Γύρω τους είχε χτίσει τον ωραιότερο κήπο,γεμάτο υπέροχα φυτά και ζώα που ζούσαν αρμονικά επηρεασμένα από την μαγεία που έδινε στον τόπο το λουλούδι.
Εκείνος είχε για συντροφιά πέντε σκυλιά ενώ όλα τα άλλα ζώα ζούσαν ελεύθερα.
Μόνο το λουλούδι του υπέφερε μόνο του στην απομόνωση. Εκείνος όμως πήγαινε κάθε μέρα και του μιλούσε με τις ώρες.
Και όταν πια έφτασε και η άνοιξη, ένα πρωινό που ο ποιητής δεν θα ξεχνούσε ποτέ πρόσεξε πως πέρα από το λουλούδι του, είχε φυτρώσει άλλο ένα λουλούδι πανομοιότυπο με το δικό του. Και ο ποιητής έκλαψε από ευτυχία και το χώμα ράντισε από τα δάκρυα του. Μέρα με τη μέρα, γνώριζε και ένα ακόμη μέρος της υπέροχης αυτής ύπαρξης που είχε πλέον καταλάβει, πως είχε σφοδρά ερωτευτεί.
Τα λουλούδια πλήθαιναν και μεγάλωναν και όλος ο λόφος είχε γεμίσει από το υπέροχο, κόκκινο χρώμα τους.
Ώσπου μια μέρα, ένα λουλούδι, φύτρωσε έξω από τα σύρματα. Ο ποιητής τότε κατάλαβε πως το λουλούδι του θα μπορούσε ίσως να σπάσει την φυλακή του μόνο του και να έρθει κοντά του. Έτσι έμενε ακόμη πιο συχνά πάνω από τα γραπτά του και έγραφε για τον έρωτα του.
Ένα βράδυ όμως, καθώς η σελήνη φώτιζε τον λόφο μαγευτικά ο ποιητής άκουσε για πρώτη φορά, το ουρλιαχτό των λύκων. Στην αρχή δεν ανησύχησε. Γνώριζε καλά πως οι λύκοι τραγουδούν στο φεγγάρι.
Ήταν άλλωστε τα παιδιά της νύχτας.
Τα σκυλιά του όμως ήταν ανήσυχα. Και πολύ σύντομα, ο ποιητής κατάλαβε το γιατί. Η αγέλη των λύκων ήταν πιο κοντά από όσο είχε φανταστεί και ζύγωνε απειλητικά το λουλούδι του. Τα ζώα ούρλιαζαν και έδειχναν τα δόντια τους στα σύρματα καθώς ο κύκλος έκλεινε όλο και πιο πολύ γύρω τους.
Τρομαγμένος εκείνος, άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού του και διέταξε τα σκυλιά του, που τόσο αγαπούσε να σκοτώσουν τους λύκους για να μην πειράξουν εκείνη.
Και τα ζώα, που ήταν πολύ πιστά στο αφεντικό τους, όρμησαν στη νύχτα. Πως όμως μπορούν να σταθούν μερικά σκυλιά απέναντι σε μια αγέλη λύκων?
Το αίμα έβαψε το λόφο. Πιτσίλισε τα συρματοπλέγματα και λέρωσε την τελειότητα του λουλουδιού.
Ο ποιητής τότε βγήκε από το σπίτι, με δάκρυα να μουλιάζουν το πρόσωπο του για να δει, πως οι λύκοι είχαν φύγει αφήνοντας πίσω τα κουφάρια των δικών του,αγαπημένων ζώων.
Και ενώ γονάτιζε δίπλα τους συντετριμμένος, έγινε το θαύμα.
Τα λουλούδια άρχιζαν ένα ένα,να εξαφανίζονται μέσα σε ένα χρυσό, θαμπό φως. Συγκεντρώνονταν όλα τους,στο μεσαίο και πρώτο λουλούδι γεμίζοντας τον χώρο με το μαγικό τους φως.
Εκείνος σηκώθηκε πάνω και έκθαμβος έμεινε να κοιτάζει τη μορφή που γεννιόνταν σιγά σιγά μπροστά του.
Διότι, μια μορφή βρίσκονταν πράγματι στο κέντρο του λόφου γεμάτη από φως. Και όταν το φως χάθηκε την είδε.
Μια γυναίκα, με κατάλευκο δέρμα, ντυμένη με ένα κόκκινο πορφυρό φουστάνι και κατάμαυρα σαν τη νύχτα μαλλιά. Ένιωσε τη καρδιά του να πλημμυρίζει χαρά. Χαρά και φόβο για το τι θα μπορούσε εκείνη να πάθει αν ακουμπούσε το συρματόπλεγμα. Εκείνη όμως, χαμογέλασε καθησυχαστικά και άρχισε να προχωράει προς το μέρος του.
Ήθελε να την σταματήσει όμως οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα του.
Έφτασε το συρματόπλεγμα και με ένα άγγιγμα από τα ακροδάχτυλα της εκείνο διαλύθηκε σαν να έλιωνε. Πέρασε άφοβα την νοητή πλέον γραμμή που τους χώριζε και τον πλησίασε. Το χαμόγελο δεν άφηνε τα χείλη της.
-Σε περίμενα, της ψιθύρισε, και σ'αγαπούσα τόσο πολύ. Και τώρα είσαι εδώ.
Εκείνη χωρίς να μιλήσει, άγγιξε το πρόσωπο του και ο ποιητής αναρίγησε.
-Ποια είσαι; την ρώτησε μαγεμένος, χαμένος στα μάτια της.
-Ο Θάνατος. του απάντησε με τη βραχνή φωνή της και τον φίλησε.
Η γυναίκα, άφησε το άψυχο σώμα του να πέσει στο πλάι μετά από το πρώτο και τελευταίο τους φιλί. Δεν έμεινε στιγμή παραπάνω, αδιαφορώντας για όλα εκείνα που με τόση αγάπη και υπομονή είχε φτιάξει για εκείνη.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Γατό-μάνα!!!!

 Ξυπνάω. Κάνω καφέ (λίτρο και βάλε! μα τι κούπες έχω πια;) ανοίγω λάπτοπ, ανάβω το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και η ώρα περνάει. 2 ώρες μετά το εύκολο όλος παραδόξως ξύπνημα μου, χτυπάει το τηλέφωνο. Θρονιάζομαι στην καρέκλα δίπλα στο σταθερό και το σηκώνω.
 ''Έλαααα παιδί μου. Καλημέρα.''
 ''Καλημέρα μαμά μου.''
 ''Τι κάνεις;''
 ''Καλά είμαι, πίνω καφέ, πριν λίγο ξύπνησα.'' ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΟΥ.
 ''Καλά, μέχρι τις 11 κοιμάσαι; Δουλειές δεν έχεις; Σχολή; Μαγείρεμα;''
 Πάω να μιλήσω αλλά η σταυροφορία της μάνας έχει ξεκινήσει. '' Έτσι σε έμαθα βρε εγώ; Να είσαι τεμπέλα; Να μην μαγειρεύεις; Να είσαι όλη μέρα πάνω από τον υπολογιστή; Τι θα γίνει με'σενα; Ανάθεμα την ώρα και τι στιγμή που σε άφησα να μετακομίσεις.''
 ΛΕΣ ΚΑΙ ΡΩΤΗΣΑ! σκέφτομαι αλλά προφανώς και δεν το λέω. Περιμένω ''υπομονετικά'' να κάνει έστω και μία παύση για πάρει ανάσα και να χωθώ και εγώ στα παραλήρημα. Βρίσκω την ευκαιρία μου και την αρπάζω.
 ''Χριστιανή μου (έτσι ξεκινάω κάθε ''καυγά'' με τη μάνα μου τώρα που το σκέφτομαι) τι θες από τη ζωή μου; Είμαι ξύπνια από τις 9 σχεδόν το πρωί το σπίτι είναι καθαρό και θα μαγειρέψω το μεσημέρι. Και να σου πω και κάτι; (εδώ ξεκινάει ο δικός μου παραλογισμός) Εσύ στο σπίτι είσαι ένα παιδί μείον (εμένα εννοώ). Εγώ εδώ έχω δύο.''
 ''Τι δύο;''
 ''ΓΑΤΙΑ. Γατιά/ παιδιά που δεν με αφήνουν να κοιμηθώ ήρεμα το βράδυ γιατί με αγαπούν και πρέπει απαραίτητα να κοιμούνται επάνω μου χωρίς να τα νοιάζει αν έχω πιαστεί, αν δεν μπορώ να σκεπαστώ ή να αλλάξω πλευρό. Γατιά/ παιδιά που περιμένουν από μένα να τα φροντίσω. Να ξυπνήσω το πρωί νωρίς για να φάνε, αλλιώς θα διαλύσουν όλο το σπίτι, να τους βάλω φρέσκο νερό, να ανοίξω τη μπαλκονόπορτα για να βγούνε βόλτα στο μπαλκόνι, να περιμένω να βαρεθούνε και να μπουν μέσα όσο τουρτουρίζω από το κρύο, να περιμένουν μετά να ανάψω τη σόμπα υγραερίου για να αράξουν μπροστά, να απαιτούν από μένα να τους έχω ταυτόχρονα στην αγκαλιά μου ενώ προσπαθώ να κάνω δουλειά στον υπολογιστή. Γατιά/ παιδιά που τη παρούσα στιγμή τρίβονται στα πόδια μου και τώρα παίζουν με τον αναπτήρα μου που θα ψάχνω όλη μέρα απελπισμένα και δεν θα βρίσκω μέχρι να μου κάνουν τη χάρη να τον βγάλουν από όποια σκοτεινή γωνία έτυχε να τον πετάξουν αυτή τη φορά. Γατιά /παιδιά που αρρωσταίνουν και φτερνίζονται όλη μέρα, και ο μεγάλος έχει και ουρολοίμωξη και τον κυνηγάω να του δώσω αντιβίωση με τη σύριγγα και φοβάμαι πως θα με μισήσει από στιγμή σε στιγμή. Γατιά/ παιδιά, που πρέπει να μαλώνω όλη την ώρα να μην πειράζουν τα σκουπίδια, να μην ανεβαίνουν στο τραπέζι, να μην παίζουν με τα σκουλαρίκια/παπούτσια/τσιγάρα/φιλτράκια/αναπτήρες/παντόφλες και ότι άλλο χρήσιμο.''
 Κάπου εκεί, βρίσκει εκείνη την ευκαιρία να μιλήσει και λέει...'' Αχ ρε παιδί μου, και στο είπα ότι το δεύτερο γατί θα ήταν κόπος.''
 ''Και τι να έκανα βρε μαμά; Να το άφηνα να πεθάνει; ''
 ''Όχι, όχι δεν είπα αυτό. Τέλος πάντων πάρε με το απόγευμα, σε αφήνω να πιεις το καφεδάκι σου.''
 Και το κλείνει. Εκείνη από τα 21 μπορεί να έχει παιδιά αλλά και εγώ από τα 17, είμαι γάτο-μάνα. Και με κουράζουν πιο πολύ από το αναμενόμενο. Και τους λατρεύω πιο πολύ από το αναμενόμενο. Και κάθονται και πάλι πάνω μου όσο προσπαθώ να γράψω. Και χαμογελάω που τα γράφω αυτά και ας τους κυνηγάω όλη μέρα μετά.  Μεγάλωσα με αδέρφια και κατοικίδια. Μεγάλωσα με δύο γονείς και τους γονείς της μητέρας μου κοντά μου. Τώρα πλέον, είμαστε μείον 2. Και μου λείπει και η μάνα μου, μου λείπουν και τα αδέρφια μου... Είμαστε στην ίδια πόλη και μου λείπουν. Τουλάχιστον τα κατοικίδια τα παίρνεις μαζί σου όπου πας. Και σε χρειάζονται. Δεν μπορούν χωρίς εσένα.
Όχι σαν τους ανθρώπους. Που ακόμη κι αν σε χρειάζονται, βρίσκουν τρόπο να φύγουν μόνοι τους. Καλύτερα γάτο-μάνα. Καλύτερα να έχω δύο ''γιους'' να με κοιτάζουν όπως κάνουν τώρα παρά ανθρώπους που δεν εκτιμούν, ζητούν ανταλλάγματα για το κάθε τι, έχουν απαιτήσεις δίχως όρια και λογική, κοιτούν πως θα φάνε και θα πιουν μαζί σου αλλά μετά εσύ μόνος,πρέπει να πληρώσεις το λογαριασμό.
Καλύτερα γάτο-μάνα!

Δρόμοι...

Δρόμοι.
Δρόμοι χωμάτινοι, ασφαλτοστρωμένοι, πέτρινοι, ανηφόρες και κατηφόρες, δρόμοι ζωής. Πάντοτε με μπέρδευαν. Όλες αυτές οι εκφράσεις ...
'' Πήρε τον κακό τον δρόμο'' Ποιος είναι δηλαδή αυτός; Ποιος κρίνει και ποιος βάζει τις ταμπέλες;
''Ο έρωτας της ζωής σου, η ευτυχία, η επιτυχία, σε περιμένουν στην επόμενη στροφή'' Κι αν εγώ δεν βλέπω στροφή; Αν ο δρόμος μου πηγαίνει μονάχα ευθεία ή σε ζιγκ-ζαγκ; Δεν θα βρω ποτέ τίποτε από όλα αυτά;
''Παραστράτησε'' Γιατί; Ποια είναι η σωστή στράτα;
''Πηγαίνει μόνος'' Και με ποιον να πηγαίνει; Έφτασα μόλις 18 χρονών και ξέρω, πως μόνοι μας πάμε. Οι σύντροφοι απλά είναι εκείνοι που ο δικός του, μοναδικός δρόμος (άντε πάλι αυτός ο δρόμος) τους οδηγεί στο ίδιο σημείο!
''Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα'' Αριστερά και δεξιά; Πότε κανενός το μονοπάτι
 δεν ήταν έτσι; Και...τώρα που το καλοσκέφτομαι... Για να βρεθείς ανάμεσα σε έναν γκρεμό και ένα ρέμα ή απο τα πλάγια ήρθες ή κατάφερες να περάσεις ένα από αυτά! ΚΆΝΤΟ ΠΑΛΙ.
''Η ζωή τον οδήγησε σε άσχημα μονοπάτια'' Η ζωή, δεν οδηγεί πουθενά. Εσύ οδηγείς τον εαυτό σου. Μπορεί να μην ρίχνεις πάντοτε τα ζάρια μα υπάρχουν συνήθως δύο και πάνω κινήσεις για κάθε ζαριά. Υπάρχουν, επιλογές.
 Δεν με κουράζουν οι δρόμοι. Έχω ήδη περπατήσει μερικούς από αυτούς και θα περπατήσω κι άλλους. Μόνο που,να...με κουράζουν καμιά φορά αυτές οι φωνές που, αντί να κοιτούν γύρω το τοπίο, μιλούν για τον δρόμο. Μου λεν' το θέμα είναι να φτάσω στο τέρμα. ΟΧΙ!
 Το θέμα είναι το ταξίδι. Αυτό είναι το έπαθλο. Αν φτάσεις στο τέρμα, τελείωσε, 
 Η ζωή και τα όνειρα θα 'χουν στερέψει και τρομαγμένος θα καταλάβεις πως δεν έμαθες τίποτα από το ταξίδι. Άδικα κούρασες το σώμα σου και βράχνιασες . 
 Η ψυχή σου, έκανε ελάχιστα ή και καθόλου βήματα μα εσύ, ΕΣΥ, έφτασες στο τέλος.
 Τύμπανα ηχούν, κόσμος χειροκροτεί και γελάει ειρωνικά. Είναι αυτοί που, σαν και εσένα έκαναν όλο το δρόμο μάταια και τώρα γελούν με κακεντρέχεια απέναντι σου. Μα, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι...
 Υπάρχουν κι αυτοί που με μάτια θλιμμένα νεύουν αντίο. Το στερνό, αντίο. Αυτοί, είναι εκείνοι που πλούτισαν την ψυχή τους. Περπάτησαν τον δρόμο, κουράστηκαν μα είδαν και έμαθαν μυστικά καλά κρυμμένα από τους πολλούς. Είναι αυτοί που ποτέ δεν πόθησαν το χρήμα και την εξουσία. Είναι εκείνοι που ''παραστράτησαν'' και κόντεψαν να πνιγούν στο ''ρέμα'' και να πέσουν απ'τον ''γκρεμό'' γιατί πεισματικά, αρνήθηκαν να σταματήσουν την προσπάθεια στην πρώτη, τη δεύτερη, την εκατοστή δυσκολία. 
 Ξες γιατί αυτοί στέκονται και δεν περνούν τη γραμμή του τέλους; Ξες γιατί δεν κόβουν την κορδέλα του νικητή; Τους δόθηκε, λίγος μονάχα, επιπλέον χρόνος. Να ξαποστάσουν για μια στιγμή οι σπουδαίοι περπατητές πριν το στερνό το βήμα τους. Να πουν ευχαριστώ στο δρόμο που τους έφερε, τους δίδαξε, τους παίρνει. 
 Και έτσι....
 ταπεινοί μα πιο πλούσιοι από όλους στέκουν. Δεν ξέρουν τι τους περιμένει μετά, μα ξέρουν πως έζησαν. Μα τον Θεό, έζησαν στα αλήθεια καλά και ξαποστένουν.