Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Θα ήθελα.

Από:....
Προς:...
9/10/2015


  ''Σου γράφω, όχι για να σου πω με άλλες λέξεις κι άλλες φράσεις, όσα σου έχω ξανά πει, μα για να σου εκμυστηρευτώ κάτι νέο. Νέο για'σένα δηλαδή. Για εμένα παλιό, όσο και ο ίδιος ο χρόνος.
 Θα ήθελα,να μπορώ να γαλουχήσω το χρόνο, να ταξιδέψω πίσω, όταν ακόμα ήσουν παιδί. 
 Όχι. Όχι για να δω πως έμοιαζες ή αν πράγματι τρέλαινες τους γονείς σου. 
 Να'μαι, ένα από τα παιχνίδια σου θα ήθελα. Η αγαπημένη σου διμοιρία από πράσινα στρατιωτάκια, το λούτρινο αρκουδάκι με το οποίο κοιμόσουν τα βράδια, η μπάλα που έκλαψες όταν έχασες.
 Θα'θελα, να είμαι εκείνο το παιχνίδι,που ακόμη και σήμερα, σου λείπει καμιά φορά σαν μιλάμε για τα παιδικά μας χρόνια όλοι μαζί. Να έχω ακούσει το παιδικό σου γέλιο, να έχω υπάρξει ο στρατηγός σου στη μάχη, και η σύντροφος σου στα γεύματα, να ήμουνα ένα, ανάμεσα στα πολλά παιχνίδια σου την ώρα που συλλογιζόσουν με ποιο να παίξεις σήμερα. 
 Και μην ξεχνάμε το αρκουδάκι, που το κρατούσες πλάι σου, αν και διακριτικά ακόμα κι όταν μεγάλωσες για ¨τέτοια¨. Εκείνο και εσύ μόνον γνωρίζεται, τι μυστικά του έχεις πει, ποια θέλω και δεν θέλω σου άκουσε. Ή, ίσως ούτε εσύ γνωρίζεις πλέον. Πέρασαν τόσα χρόνια, δεν θα μου φαινότανε και τόσο παράλογο.
Ξέρεις, θα μου άρεσε να είμαι και το πρόχειρο φρούριο από μαξιλάρια και έπιπλα. Ή το ποδήλατο σου. Να γνωρίσω την αίσθηση του να σε κρατάω ασφαλή και την αίσθηση του να σε ταξιδεύω.
  
Από καθαρό εγωισμό, θα ήθελα να είμαι, και εκείνο το παιχνίδι που δεν είχες ποτέ. Που ήταν πάντα, πολύ ακριβό για να γίνει δικό σου, ή που δεν ήτανε της ηλικίας σου -άσχετα που εσύ το ονειρευόσουν πως και πως-. 
  
Θα μου άρεσε πολύ, να είμαι το πρώτο βιβλίο που διάβασες. Αυτό, ίσως να μου άρεσε πιο πολύ και από όλα τα παραπάνω. Θυμάσαι ποιο βιβλίο ήτανε; Ή, το πως ένιωσες όταν το πήρες στα χέρια σου και η μυρωδιά του σε χτύπησε στα ρουθούνια; Θυμάσαι πως ένιωσες όταν έγερνες από πάνω του ρουφώντας κάθε λέξη; Εγώ δεν θυμάμαι τίποτε από αυτά αν και θεωρώ πως ξέρω ποιο βιβλίο ήτανε.
  
Βέβαια, δεν θα μπορέσω ποτέ να σπάσω το φράγμα του χρόνου κι έτσι δεν θα μάθω πως θα ήτανε να με κρατάς με προσοχή στα μικρά σου χέρια, να οργανώνουμε ιστορίες ολόκληρες μαζί, να σε κάνω να γελάς ανάλογα τη ταυτότητα που θα μου έδινες ή και να θυμώνεις. 
  
Γεννήθηκα άνθρωπος, σαν άνθρωπος λοιπόν, καλούμε καθημερινά να σε ζήσω. Αρκούμαι λοιπόν, στο να σε βλέπω να χαίρεσαι όταν σου φέρνω κάτι μικρό και ασήμαντο και παιδικό, αρκούμαι στο να σε βλέπω να διαβάζεις ένα βιβλίο αφηρημένα απέναντι μου, αρκούμαι στη θέα από το αρκουδάκι σου και το αρκουδάκι μου, δίπλα-δίπλα στη συρταριέρα, αρκούμαι στις διηγήσεις σου για τα παιδικά σου χρόνια και στις διηγήσεις που κάποιες φορές, ξεκλέβω από τους δικούς σου και τους φίλους σου και ονειρεύομαι πως όταν θα έχω τόσα λεφτά να δώσω, θα σου πάρω εκείνο το ακριβό κάστρο με τις επάλξεις, την γέφυρα, τους καταπέλτες. Ή, έστω, εκείνο το αυθεντικό φωτόσπαθο που είδαμε... 
  
Δεν ορκίζομαι πως θα στείλω αυτό το γράμμα, γράφτηκε υπό την επήρεια καφεΐνης, έντεχνης μουσικής και μοναξιάς. Από την άλλη όμως, επειδή γράφτηκε από εκείνο το άφοβο σκοτεινό εγώ μου, μπορεί και να το στείλω τελικά.
                                                                                                                 
Όπως και να'χει, με αγάπη πάντοτε,
Ε.''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου